헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ἀνακεφαλαιόω

ο 축약 동사; 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: ἀνακεφαλαιόω

형태분석: ἀνα (접두사) + κεφαλαιό (어간) + ω (인칭어미)

  1. to sum up the argument: - , to be summed up

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἀνακεφαλαίω

ἀνακεφαλαίοις

ἀνακεφαλαίοι

쌍수 ἀνακεφαλαίουτον

ἀνακεφαλαίουτον

복수 ἀνακεφαλαίουμεν

ἀνακεφαλαίουτε

ἀνακεφαλαίουσιν*

접속법단수 ἀνακεφαλαίω

ἀνακεφαλαίοις

ἀνακεφαλαίοι

쌍수 ἀνακεφαλαίωτον

ἀνακεφαλαίωτον

복수 ἀνακεφαλαίωμεν

ἀνακεφαλαίωτε

ἀνακεφαλαίωσιν*

기원법단수 ἀνακεφαλαίοιμι

ἀνακεφαλαίοις

ἀνακεφαλαίοι

쌍수 ἀνακεφαλαίοιτον

ἀνακεφαλαιοίτην

복수 ἀνακεφαλαίοιμεν

ἀνακεφαλαίοιτε

ἀνακεφαλαίοιεν

명령법단수 ἀνακεφαλαῖου

ἀνακεφαλαιοῦτω

쌍수 ἀνακεφαλαίουτον

ἀνακεφαλαιοῦτων

복수 ἀνακεφαλαίουτε

ἀνακεφαλαιοῦντων, ἀνακεφαλαιοῦτωσαν

부정사 ἀνακεφαλαίουν

분사 남성여성중성
ἀνακεφαλαιων

ἀνακεφαλαιουντος

ἀνακεφαλαιουσα

ἀνακεφαλαιουσης

ἀνακεφαλαιουν

ἀνακεφαλαιουντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἀνακεφαλαίουμαι

ἀνακεφαλαίοι

ἀνακεφαλαίουται

쌍수 ἀνακεφαλαίουσθον

ἀνακεφαλαίουσθον

복수 ἀνακεφαλαιοῦμεθα

ἀνακεφαλαίουσθε

ἀνακεφαλαίουνται

접속법단수 ἀνακεφαλαίωμαι

ἀνακεφαλαίοι

ἀνακεφαλαίωται

쌍수 ἀνακεφαλαίωσθον

ἀνακεφαλαίωσθον

복수 ἀνακεφαλαιώμεθα

ἀνακεφαλαίωσθε

ἀνακεφαλαίωνται

기원법단수 ἀνακεφαλαιοίμην

ἀνακεφαλαίοιο

ἀνακεφαλαίοιτο

쌍수 ἀνακεφαλαίοισθον

ἀνακεφαλαιοίσθην

복수 ἀνακεφαλαιοίμεθα

ἀνακεφαλαίοισθε

ἀνακεφαλαίοιντο

명령법단수 ἀνακεφαλαίου

ἀνακεφαλαιοῦσθω

쌍수 ἀνακεφαλαίουσθον

ἀνακεφαλαιοῦσθων

복수 ἀνακεφαλαίουσθε

ἀνακεφαλαιοῦσθων, ἀνακεφαλαιοῦσθωσαν

부정사 ἀνακεφαλαίουσθαι

분사 남성여성중성
ἀνακεφαλαιουμενος

ἀνακεφαλαιουμενου

ἀνακεφαλαιουμενη

ἀνακεφαλαιουμενης

ἀνακεφαλαιουμενον

ἀνακεφαλαιουμενου

미완료(Imperfect) 시제

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • τὸ γάρ Οὐ μοιχεύσεισ, Οὐ φονεύσεισ, Οὐ κλέψεισ, Οὐκ ἐπιθυμήσεισ, καὶ εἴ τισ ἑτέρα ἐντολή, ἐν τῷ λόγῳ τούτῳ ἀνακεφαλαιοῦται, [ἐν τῷ] Ἀγαπήσεισ τὸν πλησίον σου ὡσ σεαυτόν. (PROS RWMAIOUS, chapter 11 74:1)

    (PROS RWMAIOUS, chapter 11 74:1)

유의어

  1. to sum up the argument

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION