Ancient Greek-English Dictionary Language

ἀκύμαντος

First/Second declension Adjective; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: ἀκύμαντος ἀκύμαντη ἀκύμαντον

Structure: ἀ (Prefix) + κυμαντ (Stem) + ος (Ending)

Etym.: kumai/nw

Sense

  1. not washed by the waves, washed by no waves
  2. waveless, calm

Examples

  • β πολλῶν ἐπάρξασ ἐθνῶν καὶ πάσησ ἐπικρατήσασ οἰκουμένησ, ἐβουλήθην μὴ τῷ θράσει τῆσ ἐξουσίασ ἐπαιρόμενοσ, ἐπιεικέστερον δὲ καὶ μετὰ ἠπιότητοσ ἀεὶ διεξάγων, τοὺσ τῶν ὑποτεταγμένων ἀκυμάντουσ διαπαντὸσ καταστῆσαι βίουσ, τήν τε βασιλείαν ἥμερον καὶ πορευτὴν μέχρι περάτων παρεξόμενοσ ἀνανεώσασθαί τε τὴν ποθουμένην τοῖσ πᾶσιν ἀνθρώποισ εἰρήνην. ̔͂ (Septuagint, Liber Esther 3:15)
  • ναῦσ ἅτε μυριόφορτοσ, ἑώσ ἐπὶ τέρματα μύθων ἔλθῃ ἀκυμάντουσ ἔμπροσθεν εἰσ λιμένασ. (Unknown, Greek Anthology, Volume IV, book 10, chapter 23 1:1)

Synonyms

  1. not washed by the waves

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION