Ancient Greek-English Dictionary Language

αἰθριοκοιτέω

ε-contract Verb; Transliteration:

Principal Part: αἰθριοκοιτέω

Structure: αἰθριοκοιτέ (Stem) + ω (Ending)

Etym.: koi/th

Sense

  1. to sleep in open air

Conjugation

Present tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular αἰθριοκοίτω αἰθριοκοίτεις αἰθριοκοίτει
Dual αἰθριοκοίτειτον αἰθριοκοίτειτον
Plural αἰθριοκοίτουμεν αἰθριοκοίτειτε αἰθριοκοίτουσιν*
SubjunctiveSingular αἰθριοκοίτω αἰθριοκοίτῃς αἰθριοκοίτῃ
Dual αἰθριοκοίτητον αἰθριοκοίτητον
Plural αἰθριοκοίτωμεν αἰθριοκοίτητε αἰθριοκοίτωσιν*
OptativeSingular αἰθριοκοίτοιμι αἰθριοκοίτοις αἰθριοκοίτοι
Dual αἰθριοκοίτοιτον αἰθριοκοιτοίτην
Plural αἰθριοκοίτοιμεν αἰθριοκοίτοιτε αἰθριοκοίτοιεν
ImperativeSingular αἰθριοκοῖτει αἰθριοκοιτεῖτω
Dual αἰθριοκοίτειτον αἰθριοκοιτεῖτων
Plural αἰθριοκοίτειτε αἰθριοκοιτοῦντων, αἰθριοκοιτεῖτωσαν
Infinitive αἰθριοκοίτειν
Participle MasculineFeminineNeuter
αἰθριοκοιτων αἰθριοκοιτουντος αἰθριοκοιτουσα αἰθριοκοιτουσης αἰθριοκοιτουν αἰθριοκοιτουντος
Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular αἰθριοκοίτουμαι αἰθριοκοίτει, αἰθριοκοίτῃ αἰθριοκοίτειται
Dual αἰθριοκοίτεισθον αἰθριοκοίτεισθον
Plural αἰθριοκοιτοῦμεθα αἰθριοκοίτεισθε αἰθριοκοίτουνται
SubjunctiveSingular αἰθριοκοίτωμαι αἰθριοκοίτῃ αἰθριοκοίτηται
Dual αἰθριοκοίτησθον αἰθριοκοίτησθον
Plural αἰθριοκοιτώμεθα αἰθριοκοίτησθε αἰθριοκοίτωνται
OptativeSingular αἰθριοκοιτοίμην αἰθριοκοίτοιο αἰθριοκοίτοιτο
Dual αἰθριοκοίτοισθον αἰθριοκοιτοίσθην
Plural αἰθριοκοιτοίμεθα αἰθριοκοίτοισθε αἰθριοκοίτοιντο
ImperativeSingular αἰθριοκοίτου αἰθριοκοιτεῖσθω
Dual αἰθριοκοίτεισθον αἰθριοκοιτεῖσθων
Plural αἰθριοκοίτεισθε αἰθριοκοιτεῖσθων, αἰθριοκοιτεῖσθωσαν
Infinitive αἰθριοκοίτεισθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
αἰθριοκοιτουμενος αἰθριοκοιτουμενου αἰθριοκοιτουμενη αἰθριοκοιτουμενης αἰθριοκοιτουμενον αἰθριοκοιτουμενου

Imperfect tense

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Similar forms

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION