Ancient Greek-English Dictionary Language

αἰανής

Third declension Adjective; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: αἰανής αἰανές

Structure: αἰανη (Stem) + ς (Ending)

Etym.: The prob. deriv. is from ai)ei/, everlasting, whence may come the notion of neverending, wearisome, dreary.

Sense

  1. dreary, dismal, direful, horrid
  2. for ever

Examples

  • ἐξίσταται δὲ νυκτὸσ αἰανὴσ κύκλοσ τῇ λευκοπώλῳ φέγγοσ ἡμέρᾳ φλέγειν· (Sophocles, Ajax, episode15)
  • ἀπὸ γὰρ κόροσ ἀμβλύνει αἰανὴσ ταχείασ ἐλπίδασ· (Pindar, Odes, pythian odes, pythian 1 29:1)
  • ὦ Πέλοποσ ἁ πρόσθεν πολύπονοσ ἱππεία, ὡσ ἔμολεσ αἰανὴσ τᾷδε γᾷ. (Sophocles, choral, epode1)
  • αὗται δ’ ἔχουσι μοῖραν οὐκ εὐπέμπελον, καὶ μὴ τυχοῦσαι πράγματοσ νικηφόρου, χώρᾳ μεταῦθισ ἰὸσ ἐκ φρονημάτων πέδοι πεσὼν ἄφερτοσ αἰανὴσ νόσοσ. (Aeschylus, Eumenides, episode 3:5)
  • φλογμόσ τ’ ὀμματοστερὴσ φυτῶν, τὸ μὴ περᾶν ὁρ́ον τόπων, μηδ’ ἄκαρποσ αἰανὴσ ἐφερπέτω νόσοσ, μῆλά τ’ εὐθενοῦντα γᾶ ξὺν διπλοῖσιν ἐμβρύοισ τρέφοι χρόνῳ τεταγμένῳ· (Aeschylus, Eumenides, choral, antistrophe 12)

Synonyms

  1. for ever

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION