Ancient Greek-English Dictionary Language

ἀγκυλόπους

Third declension Adjective; Transliteration:

Principal Part: ἀγκυλόπους ἀγκυλόπουν

Structure: ἀγκυλοποδ (Stem) + ς (Ending)

Sense

  1. with bent legs, sella curulis

Examples

  • μετὰ δὲ τὴν δημαρχίαν ἀγορανομίαν τὴν μείζονα παρήγγειλε, δύο γάρ εἰσι τάξεισ ἀγορανομιῶν, ἡ μὲν ἀπὸ τῶν δίφρων τῶν ἀγκυλοπόδων, ἐφ’ ὧν καθεζόμενοι χρηματίζουσιν, ἔχουσα τοὔνομα τῆσ ἀρχῆσ, τὴν δ̓ ὑποδεεστέραν δημοτικὴν καλοῦσιν. (Plutarch, Caius Marius, chapter 5 1:1)
  • ὅπερ ἦν οὐ παντάπασιν ἀληθέσ, ἀρχὴ γὰρ οὐ πᾶσα τοῦ νέμειν προστάτην ἀπαλλάσσει τοὺσ τυχόντασ αὐτοὺσ καὶ γένοσ, ἀλλ’ ᾗ τὸν ἀγκυλόποδα δίφρον ὁ νόμοσ δίδωσιν. (Plutarch, Caius Marius, chapter 5 5:2)

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION