고전 발음: [] 신약 발음: []
Principal Part: ἀφαιρετικός ἀφαιρετική ἀφαιρετικόν
Structure: ἀφαιρετικ (Stem) + ος (Ending)
Masculine | Feminine | Neuter | ||
---|---|---|---|---|
Singular | Nominative | ἀφαιρετικός | ἀφαιρετική | ἀφαιρετικόν |
Genitive | ἀφαιρετικοῦ | ἀφαιρετικῆς | ἀφαιρετικοῦ | |
Dative | ἀφαιρετικῷ | ἀφαιρετικῇ | ἀφαιρετικῷ | |
Accusative | ἀφαιρετικόν | ἀφαιρετικήν | ἀφαιρετικόν | |
Vocative | ἀφαιρετικέ | ἀφαιρετική | ἀφαιρετικόν | |
Dual | N/A/V | ἀφαιρετικώ | ἀφαιρετικᾱ́ | ἀφαιρετικώ |
G/D | ἀφαιρετικοῖν | ἀφαιρετικαῖν | ἀφαιρετικοῖν | |
Plural | Nominative | ἀφαιρετικοί | ἀφαιρετικαί | ἀφαιρετικά |
Genitive | ἀφαιρετικῶν | ἀφαιρετικῶν | ἀφαιρετικῶν | |
Dative | ἀφαιρετικοῖς | ἀφαιρετικαῖς | ἀφαιρετικοῖς | |
Accusative | ἀφαιρετικούς | ἀφαιρετικᾱ́ς | ἀφαιρετικά | |
Vocative | ἀφαιρετικοί | ἀφαιρετικαί | ἀφαιρετικά |
Positive | Comparative | Superlative | |
---|---|---|---|
Adjective | ἀφαιρετικός ἀφαιρετικοῦ | ἀφαιρετικότερος ἀφαιρετικοτεροῦ | ἀφαιρετικότατος ἀφαιρετικοτατοῦ |
Adverb | ἀφαιρετικώς | ἀφαιρετικότερον | ἀφαιρετικότατα |
The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.
Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.
Source: Ancient Greek entries from Wiktionary
Find this word at Wiktionary고전 발음: [] 신약 발음: []
이 저작물은 크리에이티브 커먼즈 저작자표시-비영리 4.0 국제 라이선스에 따라 이용할 수 있습니다.
bab2min@gmail.com
호흡부호 보기
강세부호 보기
장단부호 보기
작은 Iota 보기
모든 부호 보기