헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ἀερομετρέω

ε 축약 동사; 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: ἀερομετρέω

형태분석: ἀερομετρέ (어간) + ω (인칭어미)

  1. to measure the air: to lose oneself in vague speculation

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἀερομέτρω

ἀερομέτρεις

ἀερομέτρει

쌍수 ἀερομέτρειτον

ἀερομέτρειτον

복수 ἀερομέτρουμεν

ἀερομέτρειτε

ἀερομέτρουσιν*

접속법단수 ἀερομέτρω

ἀερομέτρῃς

ἀερομέτρῃ

쌍수 ἀερομέτρητον

ἀερομέτρητον

복수 ἀερομέτρωμεν

ἀερομέτρητε

ἀερομέτρωσιν*

기원법단수 ἀερομέτροιμι

ἀερομέτροις

ἀερομέτροι

쌍수 ἀερομέτροιτον

ἀερομετροίτην

복수 ἀερομέτροιμεν

ἀερομέτροιτε

ἀερομέτροιεν

명령법단수 ἀερομε͂τρει

ἀερομετρεῖτω

쌍수 ἀερομέτρειτον

ἀερομετρεῖτων

복수 ἀερομέτρειτε

ἀερομετροῦντων, ἀερομετρεῖτωσαν

부정사 ἀερομέτρειν

분사 남성여성중성
ἀερομετρων

ἀερομετρουντος

ἀερομετρουσα

ἀερομετρουσης

ἀερομετρουν

ἀερομετρουντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἀερομέτρουμαι

ἀερομέτρει, ἀερομέτρῃ

ἀερομέτρειται

쌍수 ἀερομέτρεισθον

ἀερομέτρεισθον

복수 ἀερομετροῦμεθα

ἀερομέτρεισθε

ἀερομέτρουνται

접속법단수 ἀερομέτρωμαι

ἀερομέτρῃ

ἀερομέτρηται

쌍수 ἀερομέτρησθον

ἀερομέτρησθον

복수 ἀερομετρώμεθα

ἀερομέτρησθε

ἀερομέτρωνται

기원법단수 ἀερομετροίμην

ἀερομέτροιο

ἀερομέτροιτο

쌍수 ἀερομέτροισθον

ἀερομετροίσθην

복수 ἀερομετροίμεθα

ἀερομέτροισθε

ἀερομέτροιντο

명령법단수 ἀερομέτρου

ἀερομετρεῖσθω

쌍수 ἀερομέτρεισθον

ἀερομετρεῖσθων

복수 ἀερομέτρεισθε

ἀερομετρεῖσθων, ἀερομετρεῖσθωσαν

부정사 ἀερομέτρεισθαι

분사 남성여성중성
ἀερομετρουμενος

ἀερομετρουμενου

ἀερομετρουμενη

ἀερομετρουμενης

ἀερομετρουμενον

ἀερομετρουμενου

미완료(Imperfect) 시제

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

유사 형태

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION