헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ἀδελφότης

3군 변화 명사; 여성 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: ἀδελφότης ἀδελφότητος

형태분석: ἀδελφοτητ (어간) + ς (어미)

어원: a)delfo/s

  1. 형제애, 동포애
  2. 의형제간
  3. 동맹, 연합
  1. brotherhood, fraternity
  2. band of brothers, a brotherhood
  3. alliance

곡용 정보

3군 변화
단수 쌍수 복수
주격 ἀδελφότης

형제애가

ἀδελφότητε

형제애들이

ἀδελφότητες

형제애들이

속격 ἀδελφότητος

형제애의

ἀδελφοτήτοιν

형제애들의

ἀδελφοτήτων

형제애들의

여격 ἀδελφότητι

형제애에게

ἀδελφοτήτοιν

형제애들에게

ἀδελφότησιν*

형제애들에게

대격 ἀδελφότητα

형제애를

ἀδελφότητε

형제애들을

ἀδελφότητας

형제애들을

호격 ἀδελφότη

형제애야

ἀδελφότητε

형제애들아

ἀδελφότητες

형제애들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • ἐνετειλάμεθα οὖν αὐτοῖσ καὶ πρὸσ ὑμᾶσ πορευθῆναι καὶ ἀσπάσασθαι ὑμᾶσ καὶ ἀποδοῦναι ὑμῖν τὰσ παῤ ἡμῶν ἐπιστολὰσ περὶ τῆσ ἀνανεώσεωσ καὶ τῆσ ἀδελφότητοσ ἡμῶν. (Septuagint, Liber Maccabees I 12:17)

    (70인역 성경, Liber Maccabees I 12:17)

  • οὐκ ἀγνοεῖτε δὲ τὰ τῆσ ἀδελφότητοσ φίλτρα, ἅπερ ἡ θεία καὶ πάνσοφοσ πρόνοια διὰ τῶν πατέρων τοῖσ γενομένοισ ἐμέρισε καὶ διὰ τῆσ μητρῴασ φυτεύσασα γαστρόσ, (Septuagint, Liber Maccabees IV 13:19)

    (70인역 성경, Liber Maccabees IV 13:19)

  • ἀλλ’ ὅμωσ καὶ περὶ τῆσ φύσεωσ καὶ τῆσ συνηθείασ καὶ τῶν τῆσ ἀρετῆσ ἠθῶν τὰ τῆσ ἀδελφότητοσ αὐτοῖσ φίλτρα συναυξόντων, ἀνέσχοντο διὰ τὴν εὐσέβειαν τοὺσ ἀδελφοὺσ οἱ ὑπολελειμμένοι, τοὺσ καταικιζομένουσ ὁρῶντεσ μέχρι θανάτου βασανιζομένουσ. (Septuagint, Liber Maccabees IV 13:27)

    (70인역 성경, Liber Maccabees IV 13:27)

  • οὐκ ἐξόμνυμαι τὴν εὐγενῆ τῆσ ἀδελφότητόσ μου συγγένειαν. (Septuagint, Liber Maccabees IV 10:3)

    (70인역 성경, Liber Maccabees IV 10:3)

유의어

  1. 동맹

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION