헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

Λακωνιστής

3군 변화 형용사; 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: Λακωνιστής Λακωνιστές

형태분석: Λακωνιστη (어간) + ς (어미)

어원: Lakwni/zw

  1. one who imitates the Lacedaemonians
  2. one who takes part with them, a Laconizer

곡용 정보

3군 변화
남/여성 중성
단수주격 Λακωνιστής

(이)가

Λακώνιστες

(것)가

속격 Λακωνιστούς

(이)의

Λακωνίστους

(것)의

여격 Λακωνιστεί

(이)에게

Λακωνίστει

(것)에게

대격 Λακωνιστή

(이)를

Λακώνιστες

(것)를

호격 Λακωνιστές

(이)야

Λακώνιστες

(것)야

쌍수주/대/호 Λακωνιστεί

(이)들이

Λακωνίστει

(것)들이

속/여 Λακωνιστοίν

(이)들의

Λακωνίστοιν

(것)들의

복수주격 Λακωνιστείς

(이)들이

Λακωνίστη

(것)들이

속격 Λακωνιστών

(이)들의

Λακωνίστων

(것)들의

여격 Λακωνιστέσιν*

(이)들에게

Λακωνίστεσιν*

(것)들에게

대격 Λακωνιστείς

(이)들을

Λακωνίστη

(것)들을

호격 Λακωνιστείς

(이)들아

Λακωνίστη

(것)들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • ἦν δέ τισ Ἀρχιβιάδησ ἐπικαλούμενοσ Λακωνιστήσ, πώγωνά τε καθειμένοσ ὑπερφυῆ μεγέθει καὶ τρίβωνα φορῶν ἀεὶ καὶ σκυθρωπάζων τοῦτον ἐν βουλῇ θορυβούμενοσ ὁ Φωκίων ἐπεκαλεῖτο τῷ λόγῳ μάρτυν ἅμα καὶ βοηθόν, ὡσ δὲ ἀναστὰσ ἐκεῖνοσ ἃ πρὸσ χάριν ἦν τοῖσ Ἀθηναίοισ συνεβούλευεν, ἁψάμενοσ αὐτοῦ τῶν γενείων· (Plutarch, chapter 10 1:1)

    (플루타르코스, chapter 10 1:1)

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION