헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

Καρυατίζω

비축약 동사; 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: Καρυατίζω

형태분석: Καρυατίζ (어간) + ω (인칭어미)

어원: from Karu/ai

  1. to dance the Caryatic dance

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 Καρυατίζω

Καρυατίζεις

Καρυατίζει

쌍수 Καρυατίζετον

Καρυατίζετον

복수 Καρυατίζομεν

Καρυατίζετε

Καρυατίζουσιν*

접속법단수 Καρυατίζω

Καρυατίζῃς

Καρυατίζῃ

쌍수 Καρυατίζητον

Καρυατίζητον

복수 Καρυατίζωμεν

Καρυατίζητε

Καρυατίζωσιν*

기원법단수 Καρυατίζοιμι

Καρυατίζοις

Καρυατίζοι

쌍수 Καρυατίζοιτον

Καρυατιζοίτην

복수 Καρυατίζοιμεν

Καρυατίζοιτε

Καρυατίζοιεν

명령법단수 Καρυάτιζε

Καρυατιζέτω

쌍수 Καρυατίζετον

Καρυατιζέτων

복수 Καρυατίζετε

Καρυατιζόντων, Καρυατιζέτωσαν

부정사 Καρυατίζειν

분사 남성여성중성
Καρυατιζων

Καρυατιζοντος

Καρυατιζουσα

Καρυατιζουσης

Καρυατιζον

Καρυατιζοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 Καρυατίζομαι

Καρυατίζει, Καρυατίζῃ

Καρυατίζεται

쌍수 Καρυατίζεσθον

Καρυατίζεσθον

복수 Καρυατιζόμεθα

Καρυατίζεσθε

Καρυατίζονται

접속법단수 Καρυατίζωμαι

Καρυατίζῃ

Καρυατίζηται

쌍수 Καρυατίζησθον

Καρυατίζησθον

복수 Καρυατιζώμεθα

Καρυατίζησθε

Καρυατίζωνται

기원법단수 Καρυατιζοίμην

Καρυατίζοιο

Καρυατίζοιτο

쌍수 Καρυατίζοισθον

Καρυατιζοίσθην

복수 Καρυατιζοίμεθα

Καρυατίζοισθε

Καρυατίζοιντο

명령법단수 Καρυατίζου

Καρυατιζέσθω

쌍수 Καρυατίζεσθον

Καρυατιζέσθων

복수 Καρυατίζεσθε

Καρυατιζέσθων, Καρυατιζέσθωσαν

부정사 Καρυατίζεσθαι

분사 남성여성중성
Καρυατιζομενος

Καρυατιζομενου

Καρυατιζομενη

Καρυατιζομενης

Καρυατιζομενον

Καρυατιζομενου

미완료(Imperfect) 시제

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION