헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

Διιπετής

3군 변화 형용사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: Διιπετής Διιπετές

형태분석: Διιπετη (어간) + ς (어미)

어원: pi/ptw

  1. 순수한, 맑은, 밝은, 거룩한
  1. fallen from Zeus, from heaven, fed or swollen by rain
  2. divine, bright, pure

곡용 정보

3군 변화
남/여성 중성
단수주격 Διιπετής

(이)가

Διίπετες

(것)가

속격 Διιπετούς

(이)의

Διιπέτους

(것)의

여격 Διιπετεί

(이)에게

Διιπέτει

(것)에게

대격 Διιπετή

(이)를

Διίπετες

(것)를

호격 Διιπετές

(이)야

Διίπετες

(것)야

쌍수주/대/호 Διιπετεί

(이)들이

Διιπέτει

(것)들이

속/여 Διιπετοίν

(이)들의

Διιπέτοιν

(것)들의

복수주격 Διιπετείς

(이)들이

Διιπέτη

(것)들이

속격 Διιπετών

(이)들의

Διιπέτων

(것)들의

여격 Διιπετέσιν*

(이)들에게

Διιπέτεσιν*

(것)들에게

대격 Διιπετείς

(이)들을

Διιπέτη

(것)들을

호격 Διιπετείς

(이)들아

Διιπέτη

(것)들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • ἐπιεικῶσ δὲ ταῖσ μεγάλαισ μάχαισ ἐξαισίουσ ὑετοὺσ ἐπικαταρρήγνυσθαι λέγουσιν, εἴτε δαιμονίου τινὸσ τὴν γῆν καθαροῖσ καὶ διιπετέσιν ἁγνίζοντοσ ὕδασι καὶ κατακλύζοντοσ, εἴτε τοῦ φόνου καὶ τῆσ σηπεδόνοσ ἐξανιείσησ ὑγρὰν καὶ βαρεῖαν ἀναθυμίασιν, ἣ τὸν ἀέρα συνίστησιν εὔτρεπτον ὄντα καὶ ῥᾴδιον μεταβάλλειν ἀπὸ σμικροτάτησ ἐπὶ πλεῖστον ἀρχῆσ. (Plutarch, Caius Marius, chapter 21 4:1)

    (플루타르코스, Caius Marius, chapter 21 4:1)

유의어

  1. 순수한

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION