헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

Αἰτωλίς

3군 변화 명사; 여성 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: Αἰτωλίς Αἰτωλίδος

형태분석: Αἰτωλιδ (어간) + ς (어미)

  1. a female inhabitant of Aetolia; a female Aetolian

곡용 정보

3군 변화

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • ὦ Ζεῦ κεραυνεγχέσ, κα[ὶ ἐπ’ ἀργυ]ροδίνα ὄχθαισιν Ἀλφειοῦ τέλεσσ[ασ μεγ]αλοκλέασ θεοδότουσ εὐχάσ, περὶ κ[ρατί τ’ ὄ]πα[σσα]σ γλαυκὸν Αἰτωλίδοσ ἄνδημ’ ἐλαίασ ἐν Πέλοποσ Φρυγίου κλεινοῖσ ἀέθλοισ. (Bacchylides, , epinicians, ode 8 1:5)

    (바킬리데스, , epinicians, ode 8 1:5)

  • ὁ δὲ δράκων ὁ τῆσ Αἰτωλίδοσ ἐρασθεὶσ; (Plutarch, De sollertia animalium, chapter, section 18 3:1)

    (플루타르코스, De sollertia animalium, chapter, section 18 3:1)

  • Μενέλαοσ μὲν οὖν ἐξ Ἑλένησ Ἑρμιόνην ἐγέννησε καὶ κατά τινασ Νικόστρατον, ἐκ δούλησ <δὲ> Πιερίδοσ, γένοσ Αἰτωλίδοσ, ἢ καθάπερ Ἀκουσίλαόσ φησι Τηρηίδοσ, Μεγαπένθη, ἐκ Κνωσσίασ δὲ νύμφησ κατὰ Εὔμηλον Ξενόδαμον. (Apollodorus, Library and Epitome, book 3, chapter 11 1:1)

    (아폴로도로스, Library and Epitome, book 3, chapter 11 1:1)

  • τῶν δὲ ὀκνούντων καὶ ἀποστρεφομένων, λοιδορεῖν αὐτοὺσ ὡσ μαλακούσ τε καὶ ἀναξίουσ αὑτοῦ καὶ τῇ μητρὶ μᾶλλον ἐοικότασ, λέγοντα, ὡσ ὁ ποιητήσ φησι, ποῖ μεταστρέφεσθ̓, ὦ κακοὶ καὶ ἀνάξιοι τῆσ ἐμῆσ σπορᾶσ, Αἰτωλίδοσ ἀγάλματα μητρόσ; (Dio, Chrysostom, Orationes, speech 60 77:1)

    (디오, 크리소토모스, 연설 (2), speech 60 77:1)

  • Αἰτωλὸσ δὲ ἦλθε Τιτόρμου τοῦ ὑπερφύντοσ τε Ἕλληνασ ἰσχύι καὶ φυγόντοσ ἀνθρώπουσ ἐσ τὰσ ἐσχατιὰσ τῆσ Αἰτωλίδοσ χώρησ, τούτου τοῦ Τιτόρμου ἀδελφεὸσ Μάλησ. (Herodotus, The Histories, book 6, chapter 127 3:3)

    (헤로도토스, The Histories, book 6, chapter 127 3:3)

유의어

  1. a female inhabitant of Aetolia

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION