헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

λευκόν
(), 흰, 해오라기, 하양##
λευκός
(형용사), 밝은, 빛나는, 반짝이는, 맑은##흰, 하얀##해쓱한, 엷은, 열없은, 창백한##행복한, 기쁜, 밝은, 반가운
λευκοόπωρος
(형용사), with white fruit
λευκοπάρειος
(형용사), fair-cheeked
λευκόπετρον
(명사), a white rock
λευκόπηχυς
(형용사), white-armed
λευκόπους
(형용사), white-footed, bare-footed
λευκόπτερος
(형용사), 흰, 하얀, 순백의
λευκόπωλος
(형용사), with white horses
Λευκοθέα
(명사), the white goddess
λευκόθριξ
(명사), 해오라기, 하양, 백인
λευκοθῶραξ
(명사), with white cuirass
λευκόσφυρος
(형용사), white-ankled
λευκόστικτος
(형용사), grizzled
λευκότριχος
(형용사),
λευκότροφος
(형용사), white-growing
λευκόω
(동사), 하얗게 만들다, 희게 만들다, 표백하다, 하얗게 하다, 들추다
λευκοχίτων
(명사), white-coated
λευκόχρους
(형용사), 흰 피부의, 얼굴이 하얀
λευκόχρως
(형용사), white-skinned

SEARCH

MENU NAVIGATION