헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ὑπογενειάζω

비축약 동사; 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: ὑπογενειάζω

형태분석: ὑπογενειάζ (어간) + ω (인칭어미)

  1. to entreat by touching the chin

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ὑπογενειάζω

ὑπογενειάζεις

ὑπογενειάζει

쌍수 ὑπογενειάζετον

ὑπογενειάζετον

복수 ὑπογενειάζομεν

ὑπογενειάζετε

ὑπογενειάζουσιν*

접속법단수 ὑπογενειάζω

ὑπογενειάζῃς

ὑπογενειάζῃ

쌍수 ὑπογενειάζητον

ὑπογενειάζητον

복수 ὑπογενειάζωμεν

ὑπογενειάζητε

ὑπογενειάζωσιν*

기원법단수 ὑπογενειάζοιμι

ὑπογενειάζοις

ὑπογενειάζοι

쌍수 ὑπογενειάζοιτον

ὑπογενειαζοίτην

복수 ὑπογενειάζοιμεν

ὑπογενειάζοιτε

ὑπογενειάζοιεν

명령법단수 ὑπογενείαζε

ὑπογενειαζέτω

쌍수 ὑπογενειάζετον

ὑπογενειαζέτων

복수 ὑπογενειάζετε

ὑπογενειαζόντων, ὑπογενειαζέτωσαν

부정사 ὑπογενειάζειν

분사 남성여성중성
ὑπογενειαζων

ὑπογενειαζοντος

ὑπογενειαζουσα

ὑπογενειαζουσης

ὑπογενειαζον

ὑπογενειαζοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ὑπογενειάζομαι

ὑπογενειάζει, ὑπογενειάζῃ

ὑπογενειάζεται

쌍수 ὑπογενειάζεσθον

ὑπογενειάζεσθον

복수 ὑπογενειαζόμεθα

ὑπογενειάζεσθε

ὑπογενειάζονται

접속법단수 ὑπογενειάζωμαι

ὑπογενειάζῃ

ὑπογενειάζηται

쌍수 ὑπογενειάζησθον

ὑπογενειάζησθον

복수 ὑπογενειαζώμεθα

ὑπογενειάζησθε

ὑπογενειάζωνται

기원법단수 ὑπογενειαζοίμην

ὑπογενειάζοιο

ὑπογενειάζοιτο

쌍수 ὑπογενειάζοισθον

ὑπογενειαζοίσθην

복수 ὑπογενειαζοίμεθα

ὑπογενειάζοισθε

ὑπογενειάζοιντο

명령법단수 ὑπογενειάζου

ὑπογενειαζέσθω

쌍수 ὑπογενειάζεσθον

ὑπογενειαζέσθων

복수 ὑπογενειάζεσθε

ὑπογενειαζέσθων, ὑπογενειαζέσθωσαν

부정사 ὑπογενειάζεσθαι

분사 남성여성중성
ὑπογενειαζομενος

ὑπογενειαζομενου

ὑπογενειαζομενη

ὑπογενειαζομενης

ὑπογενειαζομενον

ὑπογενειαζομενου

미완료(Imperfect) 시제

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

유사 형태

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION