헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ὑποξυράω

α 축약 동사; 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: ὑποξυράω

형태분석: ὑποξυρά (어간) + ω (인칭어미)

  1. to shave or cut off some of the, shorn or shaven

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ὑποξύρω

ὑποξύρᾳς

ὑποξύρᾳ

쌍수 ὑποξύρᾱτον

ὑποξύρᾱτον

복수 ὑποξύρωμεν

ὑποξύρᾱτε

ὑποξύρωσιν*

접속법단수 ὑποξύρω

ὑποξύρῃς

ὑποξύρῃ

쌍수 ὑποξύρητον

ὑποξύρητον

복수 ὑποξύρωμεν

ὑποξύρητε

ὑποξύρωσιν*

기원법단수 ὑποξύρῳμι

ὑποξύρῳς

ὑποξύρῳ

쌍수 ὑποξύρῳτον

ὑποξυρῷτην

복수 ὑποξύρῳμεν

ὑποξύρῳτε

ὑποξύρῳεν

명령법단수 ὑποξῦρᾱ

ὑποξυρᾶτω

쌍수 ὑποξύρᾱτον

ὑποξυρᾶτων

복수 ὑποξύρᾱτε

ὑποξυρῶντων, ὑποξυρᾶτωσαν

부정사 ὑποξύρᾱν

분사 남성여성중성
ὑποξυρων

ὑποξυρωντος

ὑποξυρωσα

ὑποξυρωσης

ὑποξυρων

ὑποξυρωντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ὑποξύρωμαι

ὑποξύρᾳ

ὑποξύρᾱται

쌍수 ὑποξύρᾱσθον

ὑποξύρᾱσθον

복수 ὑποξυρῶμεθα

ὑποξύρᾱσθε

ὑποξύρωνται

접속법단수 ὑποξύρωμαι

ὑποξύρῃ

ὑποξύρηται

쌍수 ὑποξύρησθον

ὑποξύρησθον

복수 ὑποξυρώμεθα

ὑποξύρησθε

ὑποξύρωνται

기원법단수 ὑποξυρῷμην

ὑποξύρῳο

ὑποξύρῳτο

쌍수 ὑποξύρῳσθον

ὑποξυρῷσθην

복수 ὑποξυρῷμεθα

ὑποξύρῳσθε

ὑποξύρῳντο

명령법단수 ὑποξύρω

ὑποξυρᾶσθω

쌍수 ὑποξύρᾱσθον

ὑποξυρᾶσθων

복수 ὑποξύρᾱσθε

ὑποξυρᾶσθων, ὑποξυρᾶσθωσαν

부정사 ὑποξύρᾱσθαι

분사 남성여성중성
ὑποξυρωμενος

ὑποξυρωμενου

ὑποξυρωμενη

ὑποξυρωμενης

ὑποξυρωμενον

ὑποξυρωμενου

미완료(Imperfect) 시제

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION