헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ὑπερκρεμάννυμι

-νυμι 무어간모음 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: ὑπερκρεμάννυμι ὑπερκρεμάσω

형태분석: ὑπερ (접두사) + κρεμάννυ (어간) + μι (인칭어미)

  1. 절박하다, 임박하다, 위협하다
  1. to hang up over, to impend

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ὑπερκρεμάννυμι

(나는) 절박한다

ὑπερκρέμαννυς

(너는) 절박한다

ὑπερκρεμάννυσιν*

(그는) 절박한다

쌍수 ὑπερκρεμάννυτον

(너희 둘은) 절박한다

ὑπερκρεμάννυτον

(그 둘은) 절박한다

복수 ὑπερκρεμάννυμεν

(우리는) 절박한다

ὑπερκρεμάννυτε

(너희는) 절박한다

ὑπερκρεμαννύᾱσιν*

(그들은) 절박한다

접속법단수 ὑπερκρεμαννύω

(나는) 절박하자

ὑπερκρεμαννύῃς

(너는) 절박하자

ὑπερκρεμαννύῃ

(그는) 절박하자

쌍수 ὑπερκρεμαννύητον

(너희 둘은) 절박하자

ὑπερκρεμαννύητον

(그 둘은) 절박하자

복수 ὑπερκρεμαννύωμεν

(우리는) 절박하자

ὑπερκρεμαννύητε

(너희는) 절박하자

ὑπερκρεμαννύωσιν*

(그들은) 절박하자

기원법단수 ὑπερκρεμαννύοιμι

(나는) 절박하기를 (바라다)

ὑπερκρεμαννύοις

(너는) 절박하기를 (바라다)

ὑπερκρεμαννύοι

(그는) 절박하기를 (바라다)

쌍수 ὑπερκρεμαννύοιτον

(너희 둘은) 절박하기를 (바라다)

ὑπερκρεμαννυοίτην

(그 둘은) 절박하기를 (바라다)

복수 ὑπερκρεμαννύοιμεν

(우리는) 절박하기를 (바라다)

ὑπερκρεμαννύοιτε

(너희는) 절박하기를 (바라다)

ὑπερκρεμαννύοιεν

(그들은) 절박하기를 (바라다)

명령법단수 ὑπερκρέμαννυ

(너는) 절박해라

ὑπερκρεμαννύτω

(그는) 절박해라

쌍수 ὑπερκρεμάννυτον

(너희 둘은) 절박해라

ὑπερκρεμαννύτων

(그 둘은) 절박해라

복수 ὑπερκρεμάννυτε

(너희는) 절박해라

ὑπερκρεμαννύντων

(그들은) 절박해라

부정사 ὑπερκρεμαννύναι

절박하는 것

분사 남성여성중성
ὑπερκρεμαννῡς

ὑπερκρεμαννυντος

ὑπερκρεμαννῡσα

ὑπερκρεμαννῡσης

ὑπερκρεμαννυν

ὑπερκρεμαννυντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ὑπερκρεμάννυμαι

(나는) 절박된다

ὑπερκρεμάννυσαι

(너는) 절박된다

ὑπερκρεμάννυται

(그는) 절박된다

쌍수 ὑπερκρεμάννυσθον

(너희 둘은) 절박된다

ὑπερκρεμάννυσθον

(그 둘은) 절박된다

복수 ὑπερκρεμαννύμεθα

(우리는) 절박된다

ὑπερκρεμάννυσθε

(너희는) 절박된다

ὑπερκρεμάννυνται

(그들은) 절박된다

접속법단수 ὑπερκρεμαννύωμαι

(나는) 절박되자

ὑπερκρεμαννύῃ

(너는) 절박되자

ὑπερκρεμαννύηται

(그는) 절박되자

쌍수 ὑπερκρεμαννύησθον

(너희 둘은) 절박되자

ὑπερκρεμαννύησθον

(그 둘은) 절박되자

복수 ὑπερκρεμαννυώμεθα

(우리는) 절박되자

ὑπερκρεμαννύησθε

(너희는) 절박되자

ὑπερκρεμαννύωνται

(그들은) 절박되자

기원법단수 ὑπερκρεμαννυοίμην

(나는) 절박되기를 (바라다)

ὑπερκρεμαννύοιο

(너는) 절박되기를 (바라다)

ὑπερκρεμαννύοιτο

(그는) 절박되기를 (바라다)

쌍수 ὑπερκρεμαννύοισθον

(너희 둘은) 절박되기를 (바라다)

ὑπερκρεμαννυοίσθην

(그 둘은) 절박되기를 (바라다)

복수 ὑπερκρεμαννυοίμεθα

(우리는) 절박되기를 (바라다)

ὑπερκρεμαννύοισθε

(너희는) 절박되기를 (바라다)

ὑπερκρεμαννύοιντο

(그들은) 절박되기를 (바라다)

명령법단수 ὑπερκρεμάννυσο

(너는) 절박되어라

ὑπερκρεμαννύσθω

(그는) 절박되어라

쌍수 ὑπερκρεμάννυσθον

(너희 둘은) 절박되어라

ὑπερκρεμαννύσθων

(그 둘은) 절박되어라

복수 ὑπερκρεμάννυσθε

(너희는) 절박되어라

ὑπερκρεμαννύσθων

(그들은) 절박되어라

부정사 ὑπερκρεμάννυσθαι

절박되는 것

분사 남성여성중성
ὑπερκρεμαννυμενος

ὑπερκρεμαννυμενου

ὑπερκρεμαννυμενη

ὑπερκρεμαννυμενης

ὑπερκρεμαννυμενον

ὑπερκρεμαννυμενου

미래 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ὑπερκρεμάσω

(나는) 절박하겠다

ὑπερκρεμάσεις

(너는) 절박하겠다

ὑπερκρεμάσει

(그는) 절박하겠다

쌍수 ὑπερκρεμάσετον

(너희 둘은) 절박하겠다

ὑπερκρεμάσετον

(그 둘은) 절박하겠다

복수 ὑπερκρεμάσομεν

(우리는) 절박하겠다

ὑπερκρεμάσετε

(너희는) 절박하겠다

ὑπερκρεμάσουσιν*

(그들은) 절박하겠다

기원법단수 ὑπερκρεμάσοιμι

(나는) 절박하겠기를 (바라다)

ὑπερκρεμάσοις

(너는) 절박하겠기를 (바라다)

ὑπερκρεμάσοι

(그는) 절박하겠기를 (바라다)

쌍수 ὑπερκρεμάσοιτον

(너희 둘은) 절박하겠기를 (바라다)

ὑπερκρεμασοίτην

(그 둘은) 절박하겠기를 (바라다)

복수 ὑπερκρεμάσοιμεν

(우리는) 절박하겠기를 (바라다)

ὑπερκρεμάσοιτε

(너희는) 절박하겠기를 (바라다)

ὑπερκρεμάσοιεν

(그들은) 절박하겠기를 (바라다)

부정사 ὑπερκρεμάσειν

절박할 것

분사 남성여성중성
ὑπερκρεμασων

ὑπερκρεμασοντος

ὑπερκρεμασουσα

ὑπερκρεμασουσης

ὑπερκρεμασον

ὑπερκρεμασοντος

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ὑπερκρεμάσομαι

(나는) 절박되겠다

ὑπερκρεμάσει, ὑπερκρεμάσῃ

(너는) 절박되겠다

ὑπερκρεμάσεται

(그는) 절박되겠다

쌍수 ὑπερκρεμάσεσθον

(너희 둘은) 절박되겠다

ὑπερκρεμάσεσθον

(그 둘은) 절박되겠다

복수 ὑπερκρεμασόμεθα

(우리는) 절박되겠다

ὑπερκρεμάσεσθε

(너희는) 절박되겠다

ὑπερκρεμάσονται

(그들은) 절박되겠다

기원법단수 ὑπερκρεμασοίμην

(나는) 절박되겠기를 (바라다)

ὑπερκρεμάσοιο

(너는) 절박되겠기를 (바라다)

ὑπερκρεμάσοιτο

(그는) 절박되겠기를 (바라다)

쌍수 ὑπερκρεμάσοισθον

(너희 둘은) 절박되겠기를 (바라다)

ὑπερκρεμασοίσθην

(그 둘은) 절박되겠기를 (바라다)

복수 ὑπερκρεμασοίμεθα

(우리는) 절박되겠기를 (바라다)

ὑπερκρεμάσοισθε

(너희는) 절박되겠기를 (바라다)

ὑπερκρεμάσοιντο

(그들은) 절박되겠기를 (바라다)

부정사 ὑπερκρεμάσεσθαι

절박될 것

분사 남성여성중성
ὑπερκρεμασομενος

ὑπερκρεμασομενου

ὑπερκρεμασομενη

ὑπερκρεμασομενης

ὑπερκρεμασομενον

ὑπερκρεμασομενου

미완료(Imperfect) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ὑπερεκρέμαννυν

(나는) 절박하고 있었다

ὑπερεκρέμαννυς

(너는) 절박하고 있었다

ὑπερεκρέμαννυν*

(그는) 절박하고 있었다

쌍수 ὑπερεκρεμάννυτον

(너희 둘은) 절박하고 있었다

ὑπερεκρεμαννύτην

(그 둘은) 절박하고 있었다

복수 ὑπερεκρεμάννυμεν

(우리는) 절박하고 있었다

ὑπερεκρεμάννυτε

(너희는) 절박하고 있었다

ὑπερεκρεμάννυσαν

(그들은) 절박하고 있었다

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ὑπερεκρεμαννύμην

(나는) 절박되고 있었다

ὑπερεκρεμαννύου, ὑπερεκρεμάννυσο

(너는) 절박되고 있었다

ὑπερεκρεμάννυτο

(그는) 절박되고 있었다

쌍수 ὑπερεκρεμάννυσθον

(너희 둘은) 절박되고 있었다

ὑπερεκρεμαννύσθην

(그 둘은) 절박되고 있었다

복수 ὑπερεκρεμαννύμεθα

(우리는) 절박되고 있었다

ὑπερεκρεμάννυσθε

(너희는) 절박되고 있었다

ὑπερεκρεμάννυντο

(그들은) 절박되고 있었다

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

유의어

  1. 절박하다

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION