헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

τρωχάω

α 축약 동사; 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: τρωχάω

형태분석: τρωχά (어간) + ω (인칭어미)

어원: Frequent. of tre/xw

  1. to run fast, gallop

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 τρώχω

τρώχᾳς

τρώχᾳ

쌍수 τρώχᾱτον

τρώχᾱτον

복수 τρώχωμεν

τρώχᾱτε

τρώχωσιν*

접속법단수 τρώχω

τρώχῃς

τρώχῃ

쌍수 τρώχητον

τρώχητον

복수 τρώχωμεν

τρώχητε

τρώχωσιν*

기원법단수 τρώχῳμι

τρώχῳς

τρώχῳ

쌍수 τρώχῳτον

τρωχῷτην

복수 τρώχῳμεν

τρώχῳτε

τρώχῳεν

명령법단수 τρῶχᾱ

τρωχᾶτω

쌍수 τρώχᾱτον

τρωχᾶτων

복수 τρώχᾱτε

τρωχῶντων, τρωχᾶτωσαν

부정사 τρώχᾱν

분사 남성여성중성
τρωχων

τρωχωντος

τρωχωσα

τρωχωσης

τρωχων

τρωχωντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 τρώχωμαι

τρώχᾳ

τρώχᾱται

쌍수 τρώχᾱσθον

τρώχᾱσθον

복수 τρωχῶμεθα

τρώχᾱσθε

τρώχωνται

접속법단수 τρώχωμαι

τρώχῃ

τρώχηται

쌍수 τρώχησθον

τρώχησθον

복수 τρωχώμεθα

τρώχησθε

τρώχωνται

기원법단수 τρωχῷμην

τρώχῳο

τρώχῳτο

쌍수 τρώχῳσθον

τρωχῷσθην

복수 τρωχῷμεθα

τρώχῳσθε

τρώχῳντο

명령법단수 τρώχω

τρωχᾶσθω

쌍수 τρώχᾱσθον

τρωχᾶσθων

복수 τρώχᾱσθε

τρωχᾶσθων, τρωχᾶσθωσαν

부정사 τρώχᾱσθαι

분사 남성여성중성
τρωχωμενος

τρωχωμενου

τρωχωμενη

τρωχωμενης

τρωχωμενον

τρωχωμενου

미완료(Imperfect) 시제

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

유사 형태

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION