헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

τραχώ

3군 변화 명사; 남성 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: τραχώ τραχῶνος

  1. a rugged, stony tract

예문

  • ἐγένετο δὲ ὑπὸ τούτῳ μὲν ἥ τε Περαία καὶ Γαλιλαία, πρόσοδοσ διακόσια τάλαντα, Βατανέα δὲ καὶ Τράχων Αὐρανῖτίσ τε καὶ μέρη τινὰ τοῦ Ζήνωνοσ οἴκου τὰ περὶ ἰννάνω, πρόσοδον ἔχοντα ταλάντων ἑκατόν, ὑπὸ Φιλίππῳ τέτακτο. (Flavius Josephus, De bello Judaico libri vii, 124:1)

    (플라비우스 요세푸스, De bello Judaico libri vii, 124:1)

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION