헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

συνεπιβλάπτομαι

비축약 동사; 이상동사 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: συνεπιβλάπτομαι

형태분석: συνεπιβλάπτ (어간) + ομαι (인칭어미)

  1. to be damaged together with

활용 정보

현재 시제

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 συνεπιβλάπτομαι

συνεπιβλάπτει, συνεπιβλάπτῃ

συνεπιβλάπτεται

쌍수 συνεπιβλάπτεσθον

συνεπιβλάπτεσθον

복수 συνεπιβλαπτόμεθα

συνεπιβλάπτεσθε

συνεπιβλάπτονται

접속법단수 συνεπιβλάπτωμαι

συνεπιβλάπτῃ

συνεπιβλάπτηται

쌍수 συνεπιβλάπτησθον

συνεπιβλάπτησθον

복수 συνεπιβλαπτώμεθα

συνεπιβλάπτησθε

συνεπιβλάπτωνται

기원법단수 συνεπιβλαπτοίμην

συνεπιβλάπτοιο

συνεπιβλάπτοιτο

쌍수 συνεπιβλάπτοισθον

συνεπιβλαπτοίσθην

복수 συνεπιβλαπτοίμεθα

συνεπιβλάπτοισθε

συνεπιβλάπτοιντο

명령법단수 συνεπιβλάπτου

συνεπιβλαπτέσθω

쌍수 συνεπιβλάπτεσθον

συνεπιβλαπτέσθων

복수 συνεπιβλάπτεσθε

συνεπιβλαπτέσθων, συνεπιβλαπτέσθωσαν

부정사 συνεπιβλάπτεσθαι

분사 남성여성중성
συνεπιβλαπτομενος

συνεπιβλαπτομενου

συνεπιβλαπτομενη

συνεπιβλαπτομενης

συνεπιβλαπτομενον

συνεπιβλαπτομενου

미완료(Imperfect) 시제

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • διαφθαρέντεσ γὰρ ἀργυρίῳ τινέσ, ὅσον ἐφ’ ἑαυτοῖσ, ὅλην τὴν πόλιν ἀπώλεσαν, καὶ διὰ τὸ τὴν ἀρχὴν εἶναι λίαν μεγάλην καὶ ἰσοτύραννον δημαγωγεῖν αὐτοὺσ ἠναγκάζοντο καὶ οἱ βασιλεῖσ, ὥστε καὶ ταύτῃ συνεπιβλάπτεσθαι τὴν πολιτείαν· (Aristotle, Politics, Book 2 226:2)

    (아리스토텔레스, 정치학, Book 2 226:2)

유의어

  1. to be damaged together with

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION