헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

συμπονηρεύομαι

비축약 동사; 이상동사 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: συμπονηρεύομαι

형태분석: συμπονηρεύ (어간) + ομαι (인칭어미)

  1. 참여하다, 연결하다, 잇다
  1. to join, in villainy

활용 정보

현재 시제

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 συμπονηρεύομαι

(나는) 참여한다

συμπονηρεύει, συμπονηρεύῃ

(너는) 참여한다

συμπονηρεύεται

(그는) 참여한다

쌍수 συμπονηρεύεσθον

(너희 둘은) 참여한다

συμπονηρεύεσθον

(그 둘은) 참여한다

복수 συμπονηρευόμεθα

(우리는) 참여한다

συμπονηρεύεσθε

(너희는) 참여한다

συμπονηρεύονται

(그들은) 참여한다

접속법단수 συμπονηρεύωμαι

(나는) 참여하자

συμπονηρεύῃ

(너는) 참여하자

συμπονηρεύηται

(그는) 참여하자

쌍수 συμπονηρεύησθον

(너희 둘은) 참여하자

συμπονηρεύησθον

(그 둘은) 참여하자

복수 συμπονηρευώμεθα

(우리는) 참여하자

συμπονηρεύησθε

(너희는) 참여하자

συμπονηρεύωνται

(그들은) 참여하자

기원법단수 συμπονηρευοίμην

(나는) 참여하기를 (바라다)

συμπονηρεύοιο

(너는) 참여하기를 (바라다)

συμπονηρεύοιτο

(그는) 참여하기를 (바라다)

쌍수 συμπονηρεύοισθον

(너희 둘은) 참여하기를 (바라다)

συμπονηρευοίσθην

(그 둘은) 참여하기를 (바라다)

복수 συμπονηρευοίμεθα

(우리는) 참여하기를 (바라다)

συμπονηρεύοισθε

(너희는) 참여하기를 (바라다)

συμπονηρεύοιντο

(그들은) 참여하기를 (바라다)

명령법단수 συμπονηρεύου

(너는) 참여해라

συμπονηρευέσθω

(그는) 참여해라

쌍수 συμπονηρεύεσθον

(너희 둘은) 참여해라

συμπονηρευέσθων

(그 둘은) 참여해라

복수 συμπονηρεύεσθε

(너희는) 참여해라

συμπονηρευέσθων, συμπονηρευέσθωσαν

(그들은) 참여해라

부정사 συμπονηρεύεσθαι

참여하는 것

분사 남성여성중성
συμπονηρευομενος

συμπονηρευομενου

συμπονηρευομενη

συμπονηρευομενης

συμπονηρευομενον

συμπονηρευομενου

미완료(Imperfect) 시제

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐσυμπονηρευόμην

(나는) 참여하고 있었다

ἐσυμπονηρεύου

(너는) 참여하고 있었다

ἐσυμπονηρεύετο

(그는) 참여하고 있었다

쌍수 ἐσυμπονηρεύεσθον

(너희 둘은) 참여하고 있었다

ἐσυμπονηρευέσθην

(그 둘은) 참여하고 있었다

복수 ἐσυμπονηρευόμεθα

(우리는) 참여하고 있었다

ἐσυμπονηρεύεσθε

(너희는) 참여하고 있었다

ἐσυμπονηρεύοντο

(그들은) 참여하고 있었다

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION