헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

συμμέτρησις

3군 변화 명사; 여성 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: συμμέτρησις συμμέτρησεως

형태분석: συμμετρησι (어간) + ς (어미)

어원: from summetre/w

  1. commeasurement

곡용 정보

3군 변화

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • καὶ οὐκ ἐπὶ μὲν τῆσ ἑρμηνείασ τοιοῦτόσ ἐστιν, ἐν δὲ τοῖσ πράγμασιν ἄκαιρόσ τισ καὶ μακρόσ, συνέστραπται δὲ εἴ τισ καὶ ἄλλοσ καὶ πεπύκνωται τοῖσ νοήμασι, καὶ τοσούτου δεῖ τῶν οὐκ ἀναγκαίων τι λέγειν, ὥστε καὶ πολλὰ καὶ τῶν χρησίμων ἂν δόξειε παραλιπεῖν, οὐ μὰ Δία ἀσθενείᾳ εὑρέσεωσ αὐτὸ ποιῶν, ἀλλὰ συμμετρήσει τοῦ χρόνου, πρὸσ ὃν ἔδει γενέσθαι τοὺσ λόγουσ. (Dionysius of Halicarnassus, chapter 51)

    (디오니시오스, chapter 51)

  • τῇ μέντοι συμμετρήσει καὶ συμφερόντων καὶ ἀσυμφόρων βλέψει ταῦτα πάντα κρίνειν καθήκει· (Diogenes Laertius, Lives of Eminent Philosophers, I, EPIKOUROS 130:1)

    (디오게네스 라에르티오스, Lives of Eminent Philosophers, I, EPIKOUROS 130:1)

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION