헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

συγκεραυνόω

ο 축약 동사; 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: συγκεραυνόω συγκεραυνώσω

형태분석: συγ (접두사) + κεραυνό (어간) + ω (인칭어미)

  1. to strike with or as with a thunderbolt, shiver in pieces

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 συγκεραυνῶ

συγκεραυνοῖς

συγκεραυνοῖ

쌍수 συγκεραυνοῦτον

συγκεραυνοῦτον

복수 συγκεραυνοῦμεν

συγκεραυνοῦτε

συγκεραυνοῦσιν*

접속법단수 συγκεραυνῶ

συγκεραυνοῖς

συγκεραυνοῖ

쌍수 συγκεραυνῶτον

συγκεραυνῶτον

복수 συγκεραυνῶμεν

συγκεραυνῶτε

συγκεραυνῶσιν*

기원법단수 συγκεραυνοῖμι

συγκεραυνοῖς

συγκεραυνοῖ

쌍수 συγκεραυνοῖτον

συγκεραυνοίτην

복수 συγκεραυνοῖμεν

συγκεραυνοῖτε

συγκεραυνοῖεν

명령법단수 συγκεραύνου

συγκεραυνούτω

쌍수 συγκεραυνοῦτον

συγκεραυνούτων

복수 συγκεραυνοῦτε

συγκεραυνούντων, συγκεραυνούτωσαν

부정사 συγκεραυνοῦν

분사 남성여성중성
συγκεραυνων

συγκεραυνουντος

συγκεραυνουσα

συγκεραυνουσης

συγκεραυνουν

συγκεραυνουντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 συγκεραυνοῦμαι

συγκεραυνοῖ

συγκεραυνοῦται

쌍수 συγκεραυνοῦσθον

συγκεραυνοῦσθον

복수 συγκεραυνούμεθα

συγκεραυνοῦσθε

συγκεραυνοῦνται

접속법단수 συγκεραυνῶμαι

συγκεραυνοῖ

συγκεραυνῶται

쌍수 συγκεραυνῶσθον

συγκεραυνῶσθον

복수 συγκεραυνώμεθα

συγκεραυνῶσθε

συγκεραυνῶνται

기원법단수 συγκεραυνοίμην

συγκεραυνοῖο

συγκεραυνοῖτο

쌍수 συγκεραυνοῖσθον

συγκεραυνοίσθην

복수 συγκεραυνοίμεθα

συγκεραυνοῖσθε

συγκεραυνοῖντο

명령법단수 συγκεραυνοῦ

συγκεραυνούσθω

쌍수 συγκεραυνοῦσθον

συγκεραυνούσθων

복수 συγκεραυνοῦσθε

συγκεραυνούσθων, συγκεραυνούσθωσαν

부정사 συγκεραυνοῦσθαι

분사 남성여성중성
συγκεραυνουμενος

συγκεραυνουμενου

συγκεραυνουμενη

συγκεραυνουμενης

συγκεραυνουμενον

συγκεραυνουμενου

미완료(Imperfect) 시제

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

유의어

  1. to strike with or as with a thunderbolt

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION