헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

προστιλάω

α 축약 동사; 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: προστιλάω προστιλήσω

형태분석: προστιλά (어간) + ω (인칭어미)

  1. to befoul with dung

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 προστιλῶ

προστιλᾷς

προστιλᾷ

쌍수 προστιλᾶτον

προστιλᾶτον

복수 προστιλῶμεν

προστιλᾶτε

προστιλῶσιν*

접속법단수 προστιλῶ

προστιλῇς

προστιλῇ

쌍수 προστιλῆτον

προστιλῆτον

복수 προστιλῶμεν

προστιλῆτε

προστιλῶσιν*

기원법단수 προστιλῷμι

προστιλῷς

προστιλῷ

쌍수 προστιλῷτον

προστιλῴτην

복수 προστιλῷμεν

προστιλῷτε

προστιλῷεν

명령법단수 προστίλᾱ

προστιλᾱ́τω

쌍수 προστιλᾶτον

προστιλᾱ́των

복수 προστιλᾶτε

προστιλώντων, προστιλᾱ́τωσαν

부정사 προστιλᾶν

분사 남성여성중성
προστιλων

προστιλωντος

προστιλωσα

προστιλωσης

προστιλων

προστιλωντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 προστιλῶμαι

προστιλᾷ

προστιλᾶται

쌍수 προστιλᾶσθον

προστιλᾶσθον

복수 προστιλώμεθα

προστιλᾶσθε

προστιλῶνται

접속법단수 προστιλῶμαι

προστιλῇ

προστιλῆται

쌍수 προστιλῆσθον

προστιλῆσθον

복수 προστιλώμεθα

προστιλῆσθε

προστιλῶνται

기원법단수 προστιλῴμην

προστιλῷο

προστιλῷτο

쌍수 προστιλῷσθον

προστιλῴσθην

복수 προστιλῴμεθα

προστιλῷσθε

προστιλῷντο

명령법단수 προστιλῶ

προστιλᾱ́σθω

쌍수 προστιλᾶσθον

προστιλᾱ́σθων

복수 προστιλᾶσθε

προστιλᾱ́σθων, προστιλᾱ́σθωσαν

부정사 προστιλᾶσθαι

분사 남성여성중성
προστιλωμενος

προστιλωμενου

προστιλωμενη

προστιλωμενης

προστιλωμενον

προστιλωμενου

미래 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 προστιλήσω

προστιλήσεις

προστιλήσει

쌍수 προστιλήσετον

προστιλήσετον

복수 προστιλήσομεν

προστιλήσετε

προστιλήσουσιν*

기원법단수 προστιλήσοιμι

προστιλήσοις

προστιλήσοι

쌍수 προστιλήσοιτον

προστιλησοίτην

복수 προστιλήσοιμεν

προστιλήσοιτε

προστιλήσοιεν

부정사 προστιλήσειν

분사 남성여성중성
προστιλησων

προστιλησοντος

προστιλησουσα

προστιλησουσης

προστιλησον

προστιλησοντος

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 προστιλήσομαι

προστιλήσει, προστιλήσῃ

προστιλήσεται

쌍수 προστιλήσεσθον

προστιλήσεσθον

복수 προστιλησόμεθα

προστιλήσεσθε

προστιλήσονται

기원법단수 προστιλησοίμην

προστιλήσοιο

προστιλήσοιτο

쌍수 προστιλήσοισθον

προστιλησοίσθην

복수 προστιλησοίμεθα

προστιλήσοισθε

προστιλήσοιντο

부정사 προστιλήσεσθαι

분사 남성여성중성
προστιλησομενος

προστιλησομενου

προστιλησομενη

προστιλησομενης

προστιλησομενον

προστιλησομενου

미완료(Imperfect) 시제

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

유의어

  1. to befoul with dung

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION