헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

πρόσκλισις

3군 변화 명사; 여성 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: πρόσκλισις πρόσκλισεως

형태분석: προσκλισι (어간) + ς (어미)

어원: from proskli/_nw

  1. 경향, 경사, 편, 의향
  1. inclination, proclivity, partiality

곡용 정보

3군 변화
단수 쌍수 복수
주격 πρόσκλισις

경향이

προσκλίσει

경향들이

προσκλίσεις

경향들이

속격 προσκλίσεως

경향의

προσκλίσοιν

경향들의

προσκλίσεων

경향들의

여격 προσκλίσει

경향에게

προσκλίσοιν

경향들에게

προσκλίσεσιν*

경향들에게

대격 πρόσκλισιν

경향을

προσκλίσει

경향들을

προσκλίσεις

경향들을

호격 πρόσκλισι

경향아

προσκλίσει

경향들아

προσκλίσεις

경향들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • εἰ δὲ αἱρ́εσιν νοοῖμεν πρόσκλισιν δόγμασιν ἀκολουθίαν ἔχουσιν, οὐκέτ’ ἂν προσαγορεύοιτο αἱρ́εσισ· (Diogenes Laertius, Lives of Eminent Philosophers, , PROOIMION 20:7)

    (디오게네스 라에르티오스, Lives of Eminent Philosophers, , PROOIMION 20:7)

  • διόπερ τὸ δένδρον διὰ τὴν γινομένην πρὸσ αὐτὸ πλεονάκισ πρόσκλισιν τοῦ ζῴου τετριμμένον τέ ἐστι καὶ ῥύπου πλῆρεσ, πρὸσ δὲ τούτοισ ὁ περὶ αὐτὸ τόποσ ἴχνη τε ἔχει καὶ σημεῖα πολλά, δι’ ὧν οἱ τὰ τοιαῦτα ἐρευνῶντεσ Αἰθίοπεσ γνωρίζουσι τὰσ τῶν ἐλεφάντων κοίτασ. (Diodorus Siculus, Bibliotheca Historica, book 3, chapter 27 2:2)

    (디오도로스 시켈로스, Bibliotheca Historica, book 3, chapter 27 2:2)

  • Διαμαρτύρομαι ἐνώπιον τοῦ θεοῦ καὶ Χριστοῦ Ιἠσοῦ καὶ τῶν ἐκλεκτῶν ἀγγέλων, ἵνα ταῦτα φυλάξῃσ χωρὶσ προκρίματοσ, μηδὲν ποιῶν κατὰ πρόσκλισιν. (PROS TIMOQEON A, chapter 4 41:1)

    (PROS TIMOQEON A, chapter 4 41:1)

  • ὥστε τὴν τῶν ἐλαττουμένων μερίδα διὰ τὸ τοῖσ ἔθεσιν ἐμμένειν, ταύτην ἀεὶ γίνεσθαι μείζω καὶ βαρυτέραν τῇ τῶν γερόντων προσκλίσει καὶ ῥοπῇ. (Polybius, Histories, book 6, chapter 10 10:1)

    (폴리비오스, Histories, book 6, chapter 10 10:1)

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION