헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

προσεξηπειρόω

ο 축약 동사; 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: προσεξηπειρόω προσεξηπειρώσω

형태분석: προσεξηπειρό (어간) + ω (인칭어미)

  1. to turn still more into dry land

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 προσεξηπείρω

προσεξηπείροις

προσεξηπείροι

쌍수 προσεξηπείρουτον

προσεξηπείρουτον

복수 προσεξηπείρουμεν

προσεξηπείρουτε

προσεξηπείρουσιν*

접속법단수 προσεξηπείρω

προσεξηπείροις

προσεξηπείροι

쌍수 προσεξηπείρωτον

προσεξηπείρωτον

복수 προσεξηπείρωμεν

προσεξηπείρωτε

προσεξηπείρωσιν*

기원법단수 προσεξηπείροιμι

προσεξηπείροις

προσεξηπείροι

쌍수 προσεξηπείροιτον

προσεξηπειροίτην

복수 προσεξηπείροιμεν

προσεξηπείροιτε

προσεξηπείροιεν

명령법단수 προσεξηπεῖρου

προσεξηπειροῦτω

쌍수 προσεξηπείρουτον

προσεξηπειροῦτων

복수 προσεξηπείρουτε

προσεξηπειροῦντων, προσεξηπειροῦτωσαν

부정사 προσεξηπείρουν

분사 남성여성중성
προσεξηπειρων

προσεξηπειρουντος

προσεξηπειρουσα

προσεξηπειρουσης

προσεξηπειρουν

προσεξηπειρουντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 προσεξηπείρουμαι

προσεξηπείροι

προσεξηπείρουται

쌍수 προσεξηπείρουσθον

προσεξηπείρουσθον

복수 προσεξηπειροῦμεθα

προσεξηπείρουσθε

προσεξηπείρουνται

접속법단수 προσεξηπείρωμαι

προσεξηπείροι

προσεξηπείρωται

쌍수 προσεξηπείρωσθον

προσεξηπείρωσθον

복수 προσεξηπειρώμεθα

προσεξηπείρωσθε

προσεξηπείρωνται

기원법단수 προσεξηπειροίμην

προσεξηπείροιο

προσεξηπείροιτο

쌍수 προσεξηπείροισθον

προσεξηπειροίσθην

복수 προσεξηπειροίμεθα

προσεξηπείροισθε

προσεξηπείροιντο

명령법단수 προσεξηπείρου

προσεξηπειροῦσθω

쌍수 προσεξηπείρουσθον

προσεξηπειροῦσθων

복수 προσεξηπείρουσθε

προσεξηπειροῦσθων, προσεξηπειροῦσθωσαν

부정사 προσεξηπείρουσθαι

분사 남성여성중성
προσεξηπειρουμενος

προσεξηπειρουμενου

προσεξηπειρουμενη

προσεξηπειρουμενης

προσεξηπειρουμενον

προσεξηπειρουμενου

미래 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 προσεξηπειρώσω

προσεξηπειρώσεις

προσεξηπειρώσει

쌍수 προσεξηπειρώσετον

προσεξηπειρώσετον

복수 προσεξηπειρώσομεν

προσεξηπειρώσετε

προσεξηπειρώσουσιν*

기원법단수 προσεξηπειρώσοιμι

προσεξηπειρώσοις

προσεξηπειρώσοι

쌍수 προσεξηπειρώσοιτον

προσεξηπειρωσοίτην

복수 προσεξηπειρώσοιμεν

προσεξηπειρώσοιτε

προσεξηπειρώσοιεν

부정사 προσεξηπειρώσειν

분사 남성여성중성
προσεξηπειρωσων

προσεξηπειρωσοντος

προσεξηπειρωσουσα

προσεξηπειρωσουσης

προσεξηπειρωσον

προσεξηπειρωσοντος

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 προσεξηπειρώσομαι

προσεξηπειρώσει, προσεξηπειρώσῃ

προσεξηπειρώσεται

쌍수 προσεξηπειρώσεσθον

προσεξηπειρώσεσθον

복수 προσεξηπειρωσόμεθα

προσεξηπειρώσεσθε

προσεξηπειρώσονται

기원법단수 προσεξηπειρωσοίμην

προσεξηπειρώσοιο

προσεξηπειρώσοιτο

쌍수 προσεξηπειρώσοισθον

προσεξηπειρωσοίσθην

복수 προσεξηπειρωσοίμεθα

προσεξηπειρώσοισθε

προσεξηπειρώσοιντο

부정사 προσεξηπειρώσεσθαι

분사 남성여성중성
προσεξηπειρωσομενος

προσεξηπειρωσομενου

προσεξηπειρωσομενη

προσεξηπειρωσομενης

προσεξηπειρωσομενον

προσεξηπειρωσομενου

미완료(Imperfect) 시제

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION