헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

παρεμβλέπω

비축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: παρεμβλέπω παρεμβλέψω

형태분석: παρ (접두사) + ἐμβλέπ (어간) + ω (인칭어미)

  1. 흘겨보다, 스쳐보다
  1. to look askance

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 παρεμβλέπω

(나는) 흘겨본다

παρεμβλέπεις

(너는) 흘겨본다

παρεμβλέπει

(그는) 흘겨본다

쌍수 παρεμβλέπετον

(너희 둘은) 흘겨본다

παρεμβλέπετον

(그 둘은) 흘겨본다

복수 παρεμβλέπομεν

(우리는) 흘겨본다

παρεμβλέπετε

(너희는) 흘겨본다

παρεμβλέπουσιν*

(그들은) 흘겨본다

접속법단수 παρεμβλέπω

(나는) 흘겨보자

παρεμβλέπῃς

(너는) 흘겨보자

παρεμβλέπῃ

(그는) 흘겨보자

쌍수 παρεμβλέπητον

(너희 둘은) 흘겨보자

παρεμβλέπητον

(그 둘은) 흘겨보자

복수 παρεμβλέπωμεν

(우리는) 흘겨보자

παρεμβλέπητε

(너희는) 흘겨보자

παρεμβλέπωσιν*

(그들은) 흘겨보자

기원법단수 παρεμβλέποιμι

(나는) 흘겨보기를 (바라다)

παρεμβλέποις

(너는) 흘겨보기를 (바라다)

παρεμβλέποι

(그는) 흘겨보기를 (바라다)

쌍수 παρεμβλέποιτον

(너희 둘은) 흘겨보기를 (바라다)

παρεμβλεποίτην

(그 둘은) 흘겨보기를 (바라다)

복수 παρεμβλέποιμεν

(우리는) 흘겨보기를 (바라다)

παρεμβλέποιτε

(너희는) 흘겨보기를 (바라다)

παρεμβλέποιεν

(그들은) 흘겨보기를 (바라다)

명령법단수 παρέμβλεπε

(너는) 흘겨봐라

παρεμβλεπέτω

(그는) 흘겨봐라

쌍수 παρεμβλέπετον

(너희 둘은) 흘겨봐라

παρεμβλεπέτων

(그 둘은) 흘겨봐라

복수 παρεμβλέπετε

(너희는) 흘겨봐라

παρεμβλεπόντων, παρεμβλεπέτωσαν

(그들은) 흘겨봐라

부정사 παρεμβλέπειν

흘겨보는 것

분사 남성여성중성
παρεμβλεπων

παρεμβλεποντος

παρεμβλεπουσα

παρεμβλεπουσης

παρεμβλεπον

παρεμβλεποντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 παρεμβλέπομαι

(나는) 흘겨보여진다

παρεμβλέπει, παρεμβλέπῃ

(너는) 흘겨보여진다

παρεμβλέπεται

(그는) 흘겨보여진다

쌍수 παρεμβλέπεσθον

(너희 둘은) 흘겨보여진다

παρεμβλέπεσθον

(그 둘은) 흘겨보여진다

복수 παρεμβλεπόμεθα

(우리는) 흘겨보여진다

παρεμβλέπεσθε

(너희는) 흘겨보여진다

παρεμβλέπονται

(그들은) 흘겨보여진다

접속법단수 παρεμβλέπωμαι

(나는) 흘겨보여지자

παρεμβλέπῃ

(너는) 흘겨보여지자

παρεμβλέπηται

(그는) 흘겨보여지자

쌍수 παρεμβλέπησθον

(너희 둘은) 흘겨보여지자

παρεμβλέπησθον

(그 둘은) 흘겨보여지자

복수 παρεμβλεπώμεθα

(우리는) 흘겨보여지자

παρεμβλέπησθε

(너희는) 흘겨보여지자

παρεμβλέπωνται

(그들은) 흘겨보여지자

기원법단수 παρεμβλεποίμην

(나는) 흘겨보여지기를 (바라다)

παρεμβλέποιο

(너는) 흘겨보여지기를 (바라다)

παρεμβλέποιτο

(그는) 흘겨보여지기를 (바라다)

쌍수 παρεμβλέποισθον

(너희 둘은) 흘겨보여지기를 (바라다)

παρεμβλεποίσθην

(그 둘은) 흘겨보여지기를 (바라다)

복수 παρεμβλεποίμεθα

(우리는) 흘겨보여지기를 (바라다)

παρεμβλέποισθε

(너희는) 흘겨보여지기를 (바라다)

παρεμβλέποιντο

(그들은) 흘겨보여지기를 (바라다)

명령법단수 παρεμβλέπου

(너는) 흘겨보여져라

παρεμβλεπέσθω

(그는) 흘겨보여져라

쌍수 παρεμβλέπεσθον

(너희 둘은) 흘겨보여져라

παρεμβλεπέσθων

(그 둘은) 흘겨보여져라

복수 παρεμβλέπεσθε

(너희는) 흘겨보여져라

παρεμβλεπέσθων, παρεμβλεπέσθωσαν

(그들은) 흘겨보여져라

부정사 παρεμβλέπεσθαι

흘겨보여지는 것

분사 남성여성중성
παρεμβλεπομενος

παρεμβλεπομενου

παρεμβλεπομενη

παρεμβλεπομενης

παρεμβλεπομενον

παρεμβλεπομενου

미완료(Imperfect) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 παρῆμβλεπον

(나는) 흘겨보고 있었다

παρῆμβλεπες

(너는) 흘겨보고 있었다

παρῆμβλεπεν*

(그는) 흘겨보고 있었다

쌍수 παρήμβλεπετον

(너희 둘은) 흘겨보고 있었다

παρημβλε͂πετην

(그 둘은) 흘겨보고 있었다

복수 παρήμβλεπομεν

(우리는) 흘겨보고 있었다

παρήμβλεπετε

(너희는) 흘겨보고 있었다

παρῆμβλεπον

(그들은) 흘겨보고 있었다

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 παρημβλε͂πομην

(나는) 흘겨보여지고 있었다

παρήμβλεπου

(너는) 흘겨보여지고 있었다

παρήμβλεπετο

(그는) 흘겨보여지고 있었다

쌍수 παρήμβλεπεσθον

(너희 둘은) 흘겨보여지고 있었다

παρημβλε͂πεσθην

(그 둘은) 흘겨보여지고 있었다

복수 παρημβλε͂πομεθα

(우리는) 흘겨보여지고 있었다

παρήμβλεπεσθε

(너희는) 흘겨보여지고 있었다

παρήμβλεποντο

(그들은) 흘겨보여지고 있었다

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

유사 형태

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION