헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

παραμπέχω

비축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: παραμπέχω παραμφέξω παρήμπισχον

형태분석: παρ (접두사) + ἀμπέχ (어간) + ω (인칭어미)

  1. 두르다, 감싸다, 싸다, 봉인하다
  1. to wrap, round as a cloak, to use a cloak

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 παραμπέχω

(나는) 두른다

παραμπέχεις

(너는) 두른다

παραμπέχει

(그는) 두른다

쌍수 παραμπέχετον

(너희 둘은) 두른다

παραμπέχετον

(그 둘은) 두른다

복수 παραμπέχομεν

(우리는) 두른다

παραμπέχετε

(너희는) 두른다

παραμπέχουσιν*

(그들은) 두른다

접속법단수 παραμπέχω

(나는) 두르자

παραμπέχῃς

(너는) 두르자

παραμπέχῃ

(그는) 두르자

쌍수 παραμπέχητον

(너희 둘은) 두르자

παραμπέχητον

(그 둘은) 두르자

복수 παραμπέχωμεν

(우리는) 두르자

παραμπέχητε

(너희는) 두르자

παραμπέχωσιν*

(그들은) 두르자

기원법단수 παραμπέχοιμι

(나는) 두르기를 (바라다)

παραμπέχοις

(너는) 두르기를 (바라다)

παραμπέχοι

(그는) 두르기를 (바라다)

쌍수 παραμπέχοιτον

(너희 둘은) 두르기를 (바라다)

παραμπεχοίτην

(그 둘은) 두르기를 (바라다)

복수 παραμπέχοιμεν

(우리는) 두르기를 (바라다)

παραμπέχοιτε

(너희는) 두르기를 (바라다)

παραμπέχοιεν

(그들은) 두르기를 (바라다)

명령법단수 παράμπεχε

(너는) 둘러라

παραμπεχέτω

(그는) 둘러라

쌍수 παραμπέχετον

(너희 둘은) 둘러라

παραμπεχέτων

(그 둘은) 둘러라

복수 παραμπέχετε

(너희는) 둘러라

παραμπεχόντων, παραμπεχέτωσαν

(그들은) 둘러라

부정사 παραμπέχειν

두르는 것

분사 남성여성중성
παραμπεχων

παραμπεχοντος

παραμπεχουσα

παραμπεχουσης

παραμπεχον

παραμπεχοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 παραμπέχομαι

(나는) 둘러진다

παραμπέχει, παραμπέχῃ

(너는) 둘러진다

παραμπέχεται

(그는) 둘러진다

쌍수 παραμπέχεσθον

(너희 둘은) 둘러진다

παραμπέχεσθον

(그 둘은) 둘러진다

복수 παραμπεχόμεθα

(우리는) 둘러진다

παραμπέχεσθε

(너희는) 둘러진다

παραμπέχονται

(그들은) 둘러진다

접속법단수 παραμπέχωμαι

(나는) 둘러지자

παραμπέχῃ

(너는) 둘러지자

παραμπέχηται

(그는) 둘러지자

쌍수 παραμπέχησθον

(너희 둘은) 둘러지자

παραμπέχησθον

(그 둘은) 둘러지자

복수 παραμπεχώμεθα

(우리는) 둘러지자

παραμπέχησθε

(너희는) 둘러지자

παραμπέχωνται

(그들은) 둘러지자

기원법단수 παραμπεχοίμην

(나는) 둘러지기를 (바라다)

παραμπέχοιο

(너는) 둘러지기를 (바라다)

παραμπέχοιτο

(그는) 둘러지기를 (바라다)

쌍수 παραμπέχοισθον

(너희 둘은) 둘러지기를 (바라다)

παραμπεχοίσθην

(그 둘은) 둘러지기를 (바라다)

복수 παραμπεχοίμεθα

(우리는) 둘러지기를 (바라다)

παραμπέχοισθε

(너희는) 둘러지기를 (바라다)

παραμπέχοιντο

(그들은) 둘러지기를 (바라다)

명령법단수 παραμπέχου

(너는) 둘러져라

παραμπεχέσθω

(그는) 둘러져라

쌍수 παραμπέχεσθον

(너희 둘은) 둘러져라

παραμπεχέσθων

(그 둘은) 둘러져라

복수 παραμπέχεσθε

(너희는) 둘러져라

παραμπεχέσθων, παραμπεχέσθωσαν

(그들은) 둘러져라

부정사 παραμπέχεσθαι

둘러지는 것

분사 남성여성중성
παραμπεχομενος

παραμπεχομενου

παραμπεχομενη

παραμπεχομενης

παραμπεχομενον

παραμπεχομενου

미래 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 παραμφέξω

(나는) 두르겠다

παραμφέξεις

(너는) 두르겠다

παραμφέξει

(그는) 두르겠다

쌍수 παραμφέξετον

(너희 둘은) 두르겠다

παραμφέξετον

(그 둘은) 두르겠다

복수 παραμφέξομεν

(우리는) 두르겠다

παραμφέξετε

(너희는) 두르겠다

παραμφέξουσιν*

(그들은) 두르겠다

기원법단수 παραμφέξοιμι

(나는) 두르겠기를 (바라다)

παραμφέξοις

(너는) 두르겠기를 (바라다)

παραμφέξοι

(그는) 두르겠기를 (바라다)

쌍수 παραμφέξοιτον

(너희 둘은) 두르겠기를 (바라다)

παραμφεξοίτην

(그 둘은) 두르겠기를 (바라다)

복수 παραμφέξοιμεν

(우리는) 두르겠기를 (바라다)

παραμφέξοιτε

(너희는) 두르겠기를 (바라다)

παραμφέξοιεν

(그들은) 두르겠기를 (바라다)

부정사 παραμφέξειν

두를 것

분사 남성여성중성
παραμφεξων

παραμφεξοντος

παραμφεξουσα

παραμφεξουσης

παραμφεξον

παραμφεξοντος

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 παραμφέξομαι

(나는) 둘러지겠다

παραμφέξει, παραμφέξῃ

(너는) 둘러지겠다

παραμφέξεται

(그는) 둘러지겠다

쌍수 παραμφέξεσθον

(너희 둘은) 둘러지겠다

παραμφέξεσθον

(그 둘은) 둘러지겠다

복수 παραμφεξόμεθα

(우리는) 둘러지겠다

παραμφέξεσθε

(너희는) 둘러지겠다

παραμφέξονται

(그들은) 둘러지겠다

기원법단수 παραμφεξοίμην

(나는) 둘러지겠기를 (바라다)

παραμφέξοιο

(너는) 둘러지겠기를 (바라다)

παραμφέξοιτο

(그는) 둘러지겠기를 (바라다)

쌍수 παραμφέξοισθον

(너희 둘은) 둘러지겠기를 (바라다)

παραμφεξοίσθην

(그 둘은) 둘러지겠기를 (바라다)

복수 παραμφεξοίμεθα

(우리는) 둘러지겠기를 (바라다)

παραμφέξοισθε

(너희는) 둘러지겠기를 (바라다)

παραμφέξοιντο

(그들은) 둘러지겠기를 (바라다)

부정사 παραμφέξεσθαι

둘러질 것

분사 남성여성중성
παραμφεξομενος

παραμφεξομενου

παραμφεξομενη

παραμφεξομενης

παραμφεξομενον

παραμφεξομενου

미완료(Imperfect) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 παρῆμπεχον

(나는) 두르고 있었다

παρῆμπεχες

(너는) 두르고 있었다

παρῆμπεχεν*

(그는) 두르고 있었다

쌍수 παρήμπεχετον

(너희 둘은) 두르고 있었다

παρημπε͂χετην

(그 둘은) 두르고 있었다

복수 παρήμπεχομεν

(우리는) 두르고 있었다

παρήμπεχετε

(너희는) 두르고 있었다

παρῆμπεχον

(그들은) 두르고 있었다

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 παρημπε͂χομην

(나는) 둘러지고 있었다

παρήμπεχου

(너는) 둘러지고 있었다

παρήμπεχετο

(그는) 둘러지고 있었다

쌍수 παρήμπεχεσθον

(너희 둘은) 둘러지고 있었다

παρημπε͂χεσθην

(그 둘은) 둘러지고 있었다

복수 παρημπε͂χομεθα

(우리는) 둘러지고 있었다

παρήμπεχεσθε

(너희는) 둘러지고 있었다

παρήμπεχοντο

(그들은) 둘러지고 있었다

단순 과거(Aorist) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 παρῆμισχον

(나는) 둘렀다

παρῆμισχες

(너는) 둘렀다

παρῆμισχεν*

(그는) 둘렀다

쌍수 παρήμισχετον

(너희 둘은) 둘렀다

παρημῖσχετην

(그 둘은) 둘렀다

복수 παρήμισχομεν

(우리는) 둘렀다

παρήμισχετε

(너희는) 둘렀다

παρῆμισχον

(그들은) 둘렀다

명령법단수 παράμισχε

(너는) 둘렀어라

παραμισχέτω

(그는) 둘렀어라

쌍수 παραμίσχετον

(너희 둘은) 둘렀어라

παραμισχέτων

(그 둘은) 둘렀어라

복수 παραμίσχετε

(너희는) 둘렀어라

παραμισχόντων

(그들은) 둘렀어라

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

유의어

  1. 두르다

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION