헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

μεταμορφόω

ο 축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: μεταμορφόω μεταμορφώσω μετεμόρφωσα μεταμεμόρφωκα μεταμεμόρφωμαι μετεμορφώθην

형태분석: μετα (접두사) + μορφό (어간) + ω (인칭어미)

  1. 전환하다, 속이다, 변화시키다
  1. I transform, disguise

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 μεταμόρφω

(나는) 전환한다

μεταμόρφοις

(너는) 전환한다

μεταμόρφοι

(그는) 전환한다

쌍수 μεταμόρφουτον

(너희 둘은) 전환한다

μεταμόρφουτον

(그 둘은) 전환한다

복수 μεταμόρφουμεν

(우리는) 전환한다

μεταμόρφουτε

(너희는) 전환한다

μεταμόρφουσιν*

(그들은) 전환한다

접속법단수 μεταμόρφω

(나는) 전환하자

μεταμόρφοις

(너는) 전환하자

μεταμόρφοι

(그는) 전환하자

쌍수 μεταμόρφωτον

(너희 둘은) 전환하자

μεταμόρφωτον

(그 둘은) 전환하자

복수 μεταμόρφωμεν

(우리는) 전환하자

μεταμόρφωτε

(너희는) 전환하자

μεταμόρφωσιν*

(그들은) 전환하자

기원법단수 μεταμόρφοιμι

(나는) 전환하기를 (바라다)

μεταμόρφοις

(너는) 전환하기를 (바라다)

μεταμόρφοι

(그는) 전환하기를 (바라다)

쌍수 μεταμόρφοιτον

(너희 둘은) 전환하기를 (바라다)

μεταμορφοίτην

(그 둘은) 전환하기를 (바라다)

복수 μεταμόρφοιμεν

(우리는) 전환하기를 (바라다)

μεταμόρφοιτε

(너희는) 전환하기를 (바라다)

μεταμόρφοιεν

(그들은) 전환하기를 (바라다)

명령법단수 μεταμο͂ρφου

(너는) 전환해라

μεταμορφοῦτω

(그는) 전환해라

쌍수 μεταμόρφουτον

(너희 둘은) 전환해라

μεταμορφοῦτων

(그 둘은) 전환해라

복수 μεταμόρφουτε

(너희는) 전환해라

μεταμορφοῦντων, μεταμορφοῦτωσαν

(그들은) 전환해라

부정사 μεταμόρφουν

전환하는 것

분사 남성여성중성
μεταμορφων

μεταμορφουντος

μεταμορφουσα

μεταμορφουσης

μεταμορφουν

μεταμορφουντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 μεταμόρφουμαι

(나는) 전환된다

μεταμόρφοι

(너는) 전환된다

μεταμόρφουται

(그는) 전환된다

쌍수 μεταμόρφουσθον

(너희 둘은) 전환된다

μεταμόρφουσθον

(그 둘은) 전환된다

복수 μεταμορφοῦμεθα

(우리는) 전환된다

μεταμόρφουσθε

(너희는) 전환된다

μεταμόρφουνται

(그들은) 전환된다

접속법단수 μεταμόρφωμαι

(나는) 전환되자

μεταμόρφοι

(너는) 전환되자

μεταμόρφωται

(그는) 전환되자

쌍수 μεταμόρφωσθον

(너희 둘은) 전환되자

μεταμόρφωσθον

(그 둘은) 전환되자

복수 μεταμορφώμεθα

(우리는) 전환되자

μεταμόρφωσθε

(너희는) 전환되자

μεταμόρφωνται

(그들은) 전환되자

기원법단수 μεταμορφοίμην

(나는) 전환되기를 (바라다)

μεταμόρφοιο

(너는) 전환되기를 (바라다)

μεταμόρφοιτο

(그는) 전환되기를 (바라다)

쌍수 μεταμόρφοισθον

(너희 둘은) 전환되기를 (바라다)

μεταμορφοίσθην

(그 둘은) 전환되기를 (바라다)

복수 μεταμορφοίμεθα

(우리는) 전환되기를 (바라다)

μεταμόρφοισθε

(너희는) 전환되기를 (바라다)

μεταμόρφοιντο

(그들은) 전환되기를 (바라다)

명령법단수 μεταμόρφου

(너는) 전환되어라

μεταμορφοῦσθω

(그는) 전환되어라

쌍수 μεταμόρφουσθον

(너희 둘은) 전환되어라

μεταμορφοῦσθων

(그 둘은) 전환되어라

복수 μεταμόρφουσθε

(너희는) 전환되어라

μεταμορφοῦσθων, μεταμορφοῦσθωσαν

(그들은) 전환되어라

부정사 μεταμόρφουσθαι

전환되는 것

분사 남성여성중성
μεταμορφουμενος

μεταμορφουμενου

μεταμορφουμενη

μεταμορφουμενης

μεταμορφουμενον

μεταμορφουμενου

미래 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 μεταμεταμορφώσω

(나는) 전환하겠다

μεταμεταμορφώσεις

(너는) 전환하겠다

μεταμεταμορφώσει

(그는) 전환하겠다

쌍수 μεταμεταμορφώσετον

(너희 둘은) 전환하겠다

μεταμεταμορφώσετον

(그 둘은) 전환하겠다

복수 μεταμεταμορφώσομεν

(우리는) 전환하겠다

μεταμεταμορφώσετε

(너희는) 전환하겠다

μεταμεταμορφώσουσιν*

(그들은) 전환하겠다

기원법단수 μεταμεταμορφώσοιμι

(나는) 전환하겠기를 (바라다)

μεταμεταμορφώσοις

(너는) 전환하겠기를 (바라다)

μεταμεταμορφώσοι

(그는) 전환하겠기를 (바라다)

쌍수 μεταμεταμορφώσοιτον

(너희 둘은) 전환하겠기를 (바라다)

μεταμεταμορφωσοίτην

(그 둘은) 전환하겠기를 (바라다)

복수 μεταμεταμορφώσοιμεν

(우리는) 전환하겠기를 (바라다)

μεταμεταμορφώσοιτε

(너희는) 전환하겠기를 (바라다)

μεταμεταμορφώσοιεν

(그들은) 전환하겠기를 (바라다)

부정사 μεταμεταμορφώσειν

전환할 것

분사 남성여성중성
μεταμεταμορφωσων

μεταμεταμορφωσοντος

μεταμεταμορφωσουσα

μεταμεταμορφωσουσης

μεταμεταμορφωσον

μεταμεταμορφωσοντος

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 μεταμεταμορφώσομαι

(나는) 전환되겠다

μεταμεταμορφώσει, μεταμεταμορφώσῃ

(너는) 전환되겠다

μεταμεταμορφώσεται

(그는) 전환되겠다

쌍수 μεταμεταμορφώσεσθον

(너희 둘은) 전환되겠다

μεταμεταμορφώσεσθον

(그 둘은) 전환되겠다

복수 μεταμεταμορφωσόμεθα

(우리는) 전환되겠다

μεταμεταμορφώσεσθε

(너희는) 전환되겠다

μεταμεταμορφώσονται

(그들은) 전환되겠다

기원법단수 μεταμεταμορφωσοίμην

(나는) 전환되겠기를 (바라다)

μεταμεταμορφώσοιο

(너는) 전환되겠기를 (바라다)

μεταμεταμορφώσοιτο

(그는) 전환되겠기를 (바라다)

쌍수 μεταμεταμορφώσοισθον

(너희 둘은) 전환되겠기를 (바라다)

μεταμεταμορφωσοίσθην

(그 둘은) 전환되겠기를 (바라다)

복수 μεταμεταμορφωσοίμεθα

(우리는) 전환되겠기를 (바라다)

μεταμεταμορφώσοισθε

(너희는) 전환되겠기를 (바라다)

μεταμεταμορφώσοιντο

(그들은) 전환되겠기를 (바라다)

부정사 μεταμεταμορφώσεσθαι

전환될 것

분사 남성여성중성
μεταμεταμορφωσομενος

μεταμεταμορφωσομενου

μεταμεταμορφωσομενη

μεταμεταμορφωσομενης

μεταμεταμορφωσομενον

μεταμεταμορφωσομενου

미완료(Imperfect) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 μετεμο͂ρφουν

(나는) 전환하고 있었다

μετεμο͂ρφους

(너는) 전환하고 있었다

μετεμο͂ρφουν*

(그는) 전환하고 있었다

쌍수 μετεμόρφουτον

(너희 둘은) 전환하고 있었다

μετεμορφοῦτην

(그 둘은) 전환하고 있었다

복수 μετεμόρφουμεν

(우리는) 전환하고 있었다

μετεμόρφουτε

(너희는) 전환하고 있었다

μετεμο͂ρφουν

(그들은) 전환하고 있었다

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 μετεμορφοῦμην

(나는) 전환되고 있었다

μετεμόρφου

(너는) 전환되고 있었다

μετεμόρφουτο

(그는) 전환되고 있었다

쌍수 μετεμόρφουσθον

(너희 둘은) 전환되고 있었다

μετεμορφοῦσθην

(그 둘은) 전환되고 있었다

복수 μετεμορφοῦμεθα

(우리는) 전환되고 있었다

μετεμόρφουσθε

(너희는) 전환되고 있었다

μετεμόρφουντο

(그들은) 전환되고 있었다

단순 과거(Aorist) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 μετεμετεμόρφωσα

(나는) 전환했다

μετεμετεμόρφωσας

(너는) 전환했다

μετεμετεμόρφωσεν*

(그는) 전환했다

쌍수 μετεμετεμορφώσατον

(너희 둘은) 전환했다

μετεμετεμορφωσάτην

(그 둘은) 전환했다

복수 μετεμετεμορφώσαμεν

(우리는) 전환했다

μετεμετεμορφώσατε

(너희는) 전환했다

μετεμετεμόρφωσαν

(그들은) 전환했다

접속법단수 μεταμετεμορφώσω

(나는) 전환했자

μεταμετεμορφώσῃς

(너는) 전환했자

μεταμετεμορφώσῃ

(그는) 전환했자

쌍수 μεταμετεμορφώσητον

(너희 둘은) 전환했자

μεταμετεμορφώσητον

(그 둘은) 전환했자

복수 μεταμετεμορφώσωμεν

(우리는) 전환했자

μεταμετεμορφώσητε

(너희는) 전환했자

μεταμετεμορφώσωσιν*

(그들은) 전환했자

기원법단수 μεταμετεμορφώσαιμι

(나는) 전환했기를 (바라다)

μεταμετεμορφώσαις

(너는) 전환했기를 (바라다)

μεταμετεμορφώσαι

(그는) 전환했기를 (바라다)

쌍수 μεταμετεμορφώσαιτον

(너희 둘은) 전환했기를 (바라다)

μεταμετεμορφωσαίτην

(그 둘은) 전환했기를 (바라다)

복수 μεταμετεμορφώσαιμεν

(우리는) 전환했기를 (바라다)

μεταμετεμορφώσαιτε

(너희는) 전환했기를 (바라다)

μεταμετεμορφώσαιεν

(그들은) 전환했기를 (바라다)

명령법단수 μεταμετεμόρφωσον

(너는) 전환했어라

μεταμετεμορφωσάτω

(그는) 전환했어라

쌍수 μεταμετεμορφώσατον

(너희 둘은) 전환했어라

μεταμετεμορφωσάτων

(그 둘은) 전환했어라

복수 μεταμετεμορφώσατε

(너희는) 전환했어라

μεταμετεμορφωσάντων

(그들은) 전환했어라

부정사 μεταμετεμορφώσαι

전환했는 것

분사 남성여성중성
μεταμετεμορφωσᾱς

μεταμετεμορφωσαντος

μεταμετεμορφωσᾱσα

μεταμετεμορφωσᾱσης

μεταμετεμορφωσαν

μεταμετεμορφωσαντος

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 μετεμετεμορφωσάμην

(나는) 전환되었다

μετεμετεμορφώσω

(너는) 전환되었다

μετεμετεμορφώσατο

(그는) 전환되었다

쌍수 μετεμετεμορφώσασθον

(너희 둘은) 전환되었다

μετεμετεμορφωσάσθην

(그 둘은) 전환되었다

복수 μετεμετεμορφωσάμεθα

(우리는) 전환되었다

μετεμετεμορφώσασθε

(너희는) 전환되었다

μετεμετεμορφώσαντο

(그들은) 전환되었다

접속법단수 μεταμετεμορφώσωμαι

(나는) 전환되었자

μεταμετεμορφώσῃ

(너는) 전환되었자

μεταμετεμορφώσηται

(그는) 전환되었자

쌍수 μεταμετεμορφώσησθον

(너희 둘은) 전환되었자

μεταμετεμορφώσησθον

(그 둘은) 전환되었자

복수 μεταμετεμορφωσώμεθα

(우리는) 전환되었자

μεταμετεμορφώσησθε

(너희는) 전환되었자

μεταμετεμορφώσωνται

(그들은) 전환되었자

기원법단수 μεταμετεμορφωσαίμην

(나는) 전환되었기를 (바라다)

μεταμετεμορφώσαιο

(너는) 전환되었기를 (바라다)

μεταμετεμορφώσαιτο

(그는) 전환되었기를 (바라다)

쌍수 μεταμετεμορφώσαισθον

(너희 둘은) 전환되었기를 (바라다)

μεταμετεμορφωσαίσθην

(그 둘은) 전환되었기를 (바라다)

복수 μεταμετεμορφωσαίμεθα

(우리는) 전환되었기를 (바라다)

μεταμετεμορφώσαισθε

(너희는) 전환되었기를 (바라다)

μεταμετεμορφώσαιντο

(그들은) 전환되었기를 (바라다)

명령법단수 μεταμετεμόρφωσαι

(너는) 전환되었어라

μεταμετεμορφωσάσθω

(그는) 전환되었어라

쌍수 μεταμετεμορφώσασθον

(너희 둘은) 전환되었어라

μεταμετεμορφωσάσθων

(그 둘은) 전환되었어라

복수 μεταμετεμορφώσασθε

(너희는) 전환되었어라

μεταμετεμορφωσάσθων

(그들은) 전환되었어라

부정사 μεταμετεμορφώσεσθαι

전환되었는 것

분사 남성여성중성
μεταμετεμορφωσαμενος

μεταμετεμορφωσαμενου

μεταμετεμορφωσαμενη

μεταμετεμορφωσαμενης

μεταμετεμορφωσαμενον

μεταμετεμορφωσαμενου

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • καὶ μὴ συνσχηματίζεσθε τῷ αἰῶνι τούτῳ, ἀλλὰ μεταμορφοῦσθε τῇ ἀνακαινώσει τοῦ νοόσ, εἰσ τὸ δοκιμάζειν ὑμᾶσ τί τὸ θέλημα τοῦ θεοῦ, τὸ ἀγαθὸν καὶ εὐάρεστον καὶ τέλειον. (PROS RWMAIOUS, chapter 11 44:1)

    (PROS RWMAIOUS, chapter 11 44:1)

유의어

  1. 전환하다

파생어

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION