헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

μεταμφιάζω

비축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: μεταμφιάζω μεταμφιάσω

형태분석: μετ (접두사) + ἀμφιάζ (어간) + ω (인칭어미)

  1. 바꾸다, 변하다, 달라지다, 갈아입다, 전환하다
  1. to change the dress, strip off his dress, to change, didst thou assume

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 μεταμφιάζω

(나는) 바꾼다

μεταμφιάζεις

(너는) 바꾼다

μεταμφιάζει

(그는) 바꾼다

쌍수 μεταμφιάζετον

(너희 둘은) 바꾼다

μεταμφιάζετον

(그 둘은) 바꾼다

복수 μεταμφιάζομεν

(우리는) 바꾼다

μεταμφιάζετε

(너희는) 바꾼다

μεταμφιάζουσιν*

(그들은) 바꾼다

접속법단수 μεταμφιάζω

(나는) 바꾸자

μεταμφιάζῃς

(너는) 바꾸자

μεταμφιάζῃ

(그는) 바꾸자

쌍수 μεταμφιάζητον

(너희 둘은) 바꾸자

μεταμφιάζητον

(그 둘은) 바꾸자

복수 μεταμφιάζωμεν

(우리는) 바꾸자

μεταμφιάζητε

(너희는) 바꾸자

μεταμφιάζωσιν*

(그들은) 바꾸자

기원법단수 μεταμφιάζοιμι

(나는) 바꾸기를 (바라다)

μεταμφιάζοις

(너는) 바꾸기를 (바라다)

μεταμφιάζοι

(그는) 바꾸기를 (바라다)

쌍수 μεταμφιάζοιτον

(너희 둘은) 바꾸기를 (바라다)

μεταμφιαζοίτην

(그 둘은) 바꾸기를 (바라다)

복수 μεταμφιάζοιμεν

(우리는) 바꾸기를 (바라다)

μεταμφιάζοιτε

(너희는) 바꾸기를 (바라다)

μεταμφιάζοιεν

(그들은) 바꾸기를 (바라다)

명령법단수 μεταμφίαζε

(너는) 바꾸어라

μεταμφιαζέτω

(그는) 바꾸어라

쌍수 μεταμφιάζετον

(너희 둘은) 바꾸어라

μεταμφιαζέτων

(그 둘은) 바꾸어라

복수 μεταμφιάζετε

(너희는) 바꾸어라

μεταμφιαζόντων, μεταμφιαζέτωσαν

(그들은) 바꾸어라

부정사 μεταμφιάζειν

바꾸는 것

분사 남성여성중성
μεταμφιαζων

μεταμφιαζοντος

μεταμφιαζουσα

μεταμφιαζουσης

μεταμφιαζον

μεταμφιαζοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 μεταμφιάζομαι

(나는) 바꿔진다

μεταμφιάζει, μεταμφιάζῃ

(너는) 바꿔진다

μεταμφιάζεται

(그는) 바꿔진다

쌍수 μεταμφιάζεσθον

(너희 둘은) 바꿔진다

μεταμφιάζεσθον

(그 둘은) 바꿔진다

복수 μεταμφιαζόμεθα

(우리는) 바꿔진다

μεταμφιάζεσθε

(너희는) 바꿔진다

μεταμφιάζονται

(그들은) 바꿔진다

접속법단수 μεταμφιάζωμαι

(나는) 바꿔지자

μεταμφιάζῃ

(너는) 바꿔지자

μεταμφιάζηται

(그는) 바꿔지자

쌍수 μεταμφιάζησθον

(너희 둘은) 바꿔지자

μεταμφιάζησθον

(그 둘은) 바꿔지자

복수 μεταμφιαζώμεθα

(우리는) 바꿔지자

μεταμφιάζησθε

(너희는) 바꿔지자

μεταμφιάζωνται

(그들은) 바꿔지자

기원법단수 μεταμφιαζοίμην

(나는) 바꿔지기를 (바라다)

μεταμφιάζοιο

(너는) 바꿔지기를 (바라다)

μεταμφιάζοιτο

(그는) 바꿔지기를 (바라다)

쌍수 μεταμφιάζοισθον

(너희 둘은) 바꿔지기를 (바라다)

μεταμφιαζοίσθην

(그 둘은) 바꿔지기를 (바라다)

복수 μεταμφιαζοίμεθα

(우리는) 바꿔지기를 (바라다)

μεταμφιάζοισθε

(너희는) 바꿔지기를 (바라다)

μεταμφιάζοιντο

(그들은) 바꿔지기를 (바라다)

명령법단수 μεταμφιάζου

(너는) 바꿔져라

μεταμφιαζέσθω

(그는) 바꿔져라

쌍수 μεταμφιάζεσθον

(너희 둘은) 바꿔져라

μεταμφιαζέσθων

(그 둘은) 바꿔져라

복수 μεταμφιάζεσθε

(너희는) 바꿔져라

μεταμφιαζέσθων, μεταμφιαζέσθωσαν

(그들은) 바꿔져라

부정사 μεταμφιάζεσθαι

바꿔지는 것

분사 남성여성중성
μεταμφιαζομενος

μεταμφιαζομενου

μεταμφιαζομενη

μεταμφιαζομενης

μεταμφιαζομενον

μεταμφιαζομενου

미래 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 μεταμφιάσω

(나는) 바꾸겠다

μεταμφιάσεις

(너는) 바꾸겠다

μεταμφιάσει

(그는) 바꾸겠다

쌍수 μεταμφιάσετον

(너희 둘은) 바꾸겠다

μεταμφιάσετον

(그 둘은) 바꾸겠다

복수 μεταμφιάσομεν

(우리는) 바꾸겠다

μεταμφιάσετε

(너희는) 바꾸겠다

μεταμφιάσουσιν*

(그들은) 바꾸겠다

기원법단수 μεταμφιάσοιμι

(나는) 바꾸겠기를 (바라다)

μεταμφιάσοις

(너는) 바꾸겠기를 (바라다)

μεταμφιάσοι

(그는) 바꾸겠기를 (바라다)

쌍수 μεταμφιάσοιτον

(너희 둘은) 바꾸겠기를 (바라다)

μεταμφιασοίτην

(그 둘은) 바꾸겠기를 (바라다)

복수 μεταμφιάσοιμεν

(우리는) 바꾸겠기를 (바라다)

μεταμφιάσοιτε

(너희는) 바꾸겠기를 (바라다)

μεταμφιάσοιεν

(그들은) 바꾸겠기를 (바라다)

부정사 μεταμφιάσειν

바꿀 것

분사 남성여성중성
μεταμφιασων

μεταμφιασοντος

μεταμφιασουσα

μεταμφιασουσης

μεταμφιασον

μεταμφιασοντος

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 μεταμφιάσομαι

(나는) 바꿔지겠다

μεταμφιάσει, μεταμφιάσῃ

(너는) 바꿔지겠다

μεταμφιάσεται

(그는) 바꿔지겠다

쌍수 μεταμφιάσεσθον

(너희 둘은) 바꿔지겠다

μεταμφιάσεσθον

(그 둘은) 바꿔지겠다

복수 μεταμφιασόμεθα

(우리는) 바꿔지겠다

μεταμφιάσεσθε

(너희는) 바꿔지겠다

μεταμφιάσονται

(그들은) 바꿔지겠다

기원법단수 μεταμφιασοίμην

(나는) 바꿔지겠기를 (바라다)

μεταμφιάσοιο

(너는) 바꿔지겠기를 (바라다)

μεταμφιάσοιτο

(그는) 바꿔지겠기를 (바라다)

쌍수 μεταμφιάσοισθον

(너희 둘은) 바꿔지겠기를 (바라다)

μεταμφιασοίσθην

(그 둘은) 바꿔지겠기를 (바라다)

복수 μεταμφιασοίμεθα

(우리는) 바꿔지겠기를 (바라다)

μεταμφιάσοισθε

(너희는) 바꿔지겠기를 (바라다)

μεταμφιάσοιντο

(그들은) 바꿔지겠기를 (바라다)

부정사 μεταμφιάσεσθαι

바꿔질 것

분사 남성여성중성
μεταμφιασομενος

μεταμφιασομενου

μεταμφιασομενη

μεταμφιασομενης

μεταμφιασομενον

μεταμφιασομενου

미완료(Imperfect) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 μετήμφιαζον

(나는) 바꾸고 있었다

μετήμφιαζες

(너는) 바꾸고 있었다

μετήμφιαζεν*

(그는) 바꾸고 있었다

쌍수 μετημφῖαζετον

(너희 둘은) 바꾸고 있었다

μετημφίαζετην

(그 둘은) 바꾸고 있었다

복수 μετημφῖαζομεν

(우리는) 바꾸고 있었다

μετημφῖαζετε

(너희는) 바꾸고 있었다

μετήμφιαζον

(그들은) 바꾸고 있었다

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 μετημφίαζομην

(나는) 바꿔지고 있었다

μετημφῖαζου

(너는) 바꿔지고 있었다

μετημφῖαζετο

(그는) 바꿔지고 있었다

쌍수 μετημφῖαζεσθον

(너희 둘은) 바꿔지고 있었다

μετημφίαζεσθην

(그 둘은) 바꿔지고 있었다

복수 μετημφίαζομεθα

(우리는) 바꿔지고 있었다

μετημφῖαζεσθε

(너희는) 바꿔지고 있었다

μετημφῖαζοντο

(그들은) 바꿔지고 있었다

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

유사 형태

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION