헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

λαλόεις

1/3군 변화 형용사; 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: λαλόεις λαλόεσσα λαλόεν

형태분석: λαλοεντ (어간) + ος (어미)

어원: poetic for la/los, Anth.

곡용 정보

1/3군 변화
남성 여성 중성
단수주격 λαλόεις

(이)가

λαλόεσσα

(이)가

λαλόεν

(것)가

속격 λαλόεντος

(이)의

λαλοέσσης

(이)의

λαλόεντος

(것)의

여격 λαλόεντι

(이)에게

λαλοέσσῃ

(이)에게

λαλόεντι

(것)에게

대격 λαλόεντα

(이)를

λαλόεσσαν

(이)를

λαλόεν

(것)를

호격 λαλόεν

(이)야

λαλόεσσα

(이)야

λαλόεν

(것)야

쌍수주/대/호 λαλόεντε

(이)들이

λαλοέσσᾱ

(이)들이

λαλόεντε

(것)들이

속/여 λαλοέντοιν

(이)들의

λαλοέσσαιν

(이)들의

λαλοέντοιν

(것)들의

복수주격 λαλόεντες

(이)들이

λαλοέσσαι

(이)들이

λαλόεντα

(것)들이

속격 λαλοέντων

(이)들의

λαλοεσσῶν

(이)들의

λαλοέντων

(것)들의

여격 λαλόεσιν*

(이)들에게

λαλοέσσαις

(이)들에게

λαλόεσιν*

(것)들에게

대격 λαλόεντας

(이)들을

λαλοέσσᾱς

(이)들을

λαλόεντα

(것)들을

호격 λαλόεντες

(이)들아

λαλοέσσαι

(이)들아

λαλόεντα

(것)들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • Ἀτθὶ κόρα μελίθρεπτε, λάλοσ λάλον ἁρπάξασα τέττιγα πτανοῖσ δαῖτα φέρεισ τέκεσιν, τὸν λάλον ἁ λαλόεσσα, τὸν εὔπτερον ἁ πτερόεσσα, τὸν ξένον ἁ ξείνα, τὸν θερινὸν θερινά; (Unknown, Greek Anthology, Volume III, book 9, chapter 1221)

    (작자 미상, Greek Anthology, Volume III, book 9, chapter 1221)

유사 형태

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION