헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ἠεροειδής

3군 변화 형용사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: ἠεροειδής ἠεροειδές

형태분석: ἠεροειδη (어간) + ς (어미)

어원: epic for a)eroeidh/s

  1. 어두운, 진한, 짙은, 음침한, 어둑어둑한, 어둠으로 가득찬, 암흑의
  1. of dark and cloudy look, cloud-streaked, dark, murky, in the far distance, dimly

곡용 정보

3군 변화
남/여성 중성
단수주격 ἠεροειδής

어두운 (이)가

ἠερόειδες

어두운 (것)가

속격 ἠεροειδούς

어두운 (이)의

ἠεροείδους

어두운 (것)의

여격 ἠεροειδεί

어두운 (이)에게

ἠεροείδει

어두운 (것)에게

대격 ἠεροειδή

어두운 (이)를

ἠερόειδες

어두운 (것)를

호격 ἠεροειδές

어두운 (이)야

ἠερόειδες

어두운 (것)야

쌍수주/대/호 ἠεροειδεί

어두운 (이)들이

ἠεροείδει

어두운 (것)들이

속/여 ἠεροειδοίν

어두운 (이)들의

ἠεροείδοιν

어두운 (것)들의

복수주격 ἠεροειδείς

어두운 (이)들이

ἠεροείδη

어두운 (것)들이

속격 ἠεροειδών

어두운 (이)들의

ἠεροείδων

어두운 (것)들의

여격 ἠεροειδέσιν*

어두운 (이)들에게

ἠεροείδεσιν*

어두운 (것)들에게

대격 ἠεροειδείς

어두운 (이)들을

ἠεροείδη

어두운 (것)들을

호격 ἠεροειδείς

어두운 (이)들아

ἠεροείδη

어두운 (것)들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • οὕτω τι ἀμενηνότερον πάντων εἶναι τὸ ὕδωρ ἐκεῖνο καὶ ἠεροειδέστερον. (Arrian, Indica, chapter 6 3:2)

    (아리아노스, Indica, chapter 6 3:2)

  • μέσσῳ δ’ ἐν σκοπέλῳ ἔστι σπέοσ ἠεροειδέσ, πρὸσ ζόφον εἰσ Ἔρεβοσ τετραμμένον, ᾗ περ ἂν ὑμεῖσ νῆα παρὰ γλαφυρὴν ἰθύνετε, φαίδιμ’ Ὀδυσσεῦ. (Homer, Odyssey, Book 12 9:5)

    (호메로스, 오디세이아, Book 12 9:5)

  • αὐτὰρ ἐπὶ κρατὸσ λιμένοσ τανύφυλλοσ ἐλαίη, ἀγχόθι δ’ αὐτῆσ ἄντρον ἐπήρατον ἠεροειδέσ, ἱρὸν νυμφάων αἱ νηϊάδεσ καλέονται. (Homer, Odyssey, Book 13 14:4)

    (호메로스, 오디세이아, Book 13 14:4)

  • ἀγχόθι δ’ αὐτῆσ ἄντρον ἐπήρατον ἠεροειδέσ, ἱρὸν νυμφάων, αἳ νηϊάδεσ καλέονται· (Homer, Odyssey, Book 13 40:10)

    (호메로스, 오디세이아, Book 13 40:10)

  • ὣσ εἰποῦσα θεὰ δῦνε σπέοσ ἠεροειδέσ, μαιομένη κευθμῶνασ ἀνὰ σπέοσ· (Homer, Odyssey, Book 13 45:1)

    (호메로스, 오디세이아, Book 13 45:1)

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION