헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ἐπιζώννυμι

-νυμι 무어간모음 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: ἐπιζώννυμι ἐπιζώσω

형태분석: ἐπιζώννυ (어간) + μι (인칭어미)

  1. 묶다, 걸치다, 졸라매다
  1. to gird on, with their clothes girt on, girt with

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐπιζώννυμι

(나는) 묶는다

ἐπίζωννυς

(너는) 묶는다

ἐπιζώννυσιν*

(그는) 묶는다

쌍수 ἐπιζώννυτον

(너희 둘은) 묶는다

ἐπιζώννυτον

(그 둘은) 묶는다

복수 ἐπιζώννυμεν

(우리는) 묶는다

ἐπιζώννυτε

(너희는) 묶는다

ἐπιζωννύᾱσιν*

(그들은) 묶는다

접속법단수 ἐπιζωννύω

(나는) 묶자

ἐπιζωννύῃς

(너는) 묶자

ἐπιζωννύῃ

(그는) 묶자

쌍수 ἐπιζωννύητον

(너희 둘은) 묶자

ἐπιζωννύητον

(그 둘은) 묶자

복수 ἐπιζωννύωμεν

(우리는) 묶자

ἐπιζωννύητε

(너희는) 묶자

ἐπιζωννύωσιν*

(그들은) 묶자

기원법단수 ἐπιζωννύοιμι

(나는) 묶기를 (바라다)

ἐπιζωννύοις

(너는) 묶기를 (바라다)

ἐπιζωννύοι

(그는) 묶기를 (바라다)

쌍수 ἐπιζωννύοιτον

(너희 둘은) 묶기를 (바라다)

ἐπιζωννυοίτην

(그 둘은) 묶기를 (바라다)

복수 ἐπιζωννύοιμεν

(우리는) 묶기를 (바라다)

ἐπιζωννύοιτε

(너희는) 묶기를 (바라다)

ἐπιζωννύοιεν

(그들은) 묶기를 (바라다)

명령법단수 ἐπίζωννυ

(너는) 묶어라

ἐπιζωννύτω

(그는) 묶어라

쌍수 ἐπιζώννυτον

(너희 둘은) 묶어라

ἐπιζωννύτων

(그 둘은) 묶어라

복수 ἐπιζώννυτε

(너희는) 묶어라

ἐπιζωννύντων

(그들은) 묶어라

부정사 ἐπιζωννύναι

묶는 것

분사 남성여성중성
ἐπιζωννῡς

ἐπιζωννυντος

ἐπιζωννῡσα

ἐπιζωννῡσης

ἐπιζωννυν

ἐπιζωννυντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐπιζώννυμαι

(나는) 묶어진다

ἐπιζώννυσαι

(너는) 묶어진다

ἐπιζώννυται

(그는) 묶어진다

쌍수 ἐπιζώννυσθον

(너희 둘은) 묶어진다

ἐπιζώννυσθον

(그 둘은) 묶어진다

복수 ἐπιζωννύμεθα

(우리는) 묶어진다

ἐπιζώννυσθε

(너희는) 묶어진다

ἐπιζώννυνται

(그들은) 묶어진다

접속법단수 ἐπιζωννύωμαι

(나는) 묶어지자

ἐπιζωννύῃ

(너는) 묶어지자

ἐπιζωννύηται

(그는) 묶어지자

쌍수 ἐπιζωννύησθον

(너희 둘은) 묶어지자

ἐπιζωννύησθον

(그 둘은) 묶어지자

복수 ἐπιζωννυώμεθα

(우리는) 묶어지자

ἐπιζωννύησθε

(너희는) 묶어지자

ἐπιζωννύωνται

(그들은) 묶어지자

기원법단수 ἐπιζωννυοίμην

(나는) 묶어지기를 (바라다)

ἐπιζωννύοιο

(너는) 묶어지기를 (바라다)

ἐπιζωννύοιτο

(그는) 묶어지기를 (바라다)

쌍수 ἐπιζωννύοισθον

(너희 둘은) 묶어지기를 (바라다)

ἐπιζωννυοίσθην

(그 둘은) 묶어지기를 (바라다)

복수 ἐπιζωννυοίμεθα

(우리는) 묶어지기를 (바라다)

ἐπιζωννύοισθε

(너희는) 묶어지기를 (바라다)

ἐπιζωννύοιντο

(그들은) 묶어지기를 (바라다)

명령법단수 ἐπιζώννυσο

(너는) 묶어져라

ἐπιζωννύσθω

(그는) 묶어져라

쌍수 ἐπιζώννυσθον

(너희 둘은) 묶어져라

ἐπιζωννύσθων

(그 둘은) 묶어져라

복수 ἐπιζώννυσθε

(너희는) 묶어져라

ἐπιζωννύσθων

(그들은) 묶어져라

부정사 ἐπιζώννυσθαι

묶어지는 것

분사 남성여성중성
ἐπιζωννυμενος

ἐπιζωννυμενου

ἐπιζωννυμενη

ἐπιζωννυμενης

ἐπιζωννυμενον

ἐπιζωννυμενου

미래 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐπιζώσω

(나는) 묶겠다

ἐπιζώσεις

(너는) 묶겠다

ἐπιζώσει

(그는) 묶겠다

쌍수 ἐπιζώσετον

(너희 둘은) 묶겠다

ἐπιζώσετον

(그 둘은) 묶겠다

복수 ἐπιζώσομεν

(우리는) 묶겠다

ἐπιζώσετε

(너희는) 묶겠다

ἐπιζώσουσιν*

(그들은) 묶겠다

기원법단수 ἐπιζώσοιμι

(나는) 묶겠기를 (바라다)

ἐπιζώσοις

(너는) 묶겠기를 (바라다)

ἐπιζώσοι

(그는) 묶겠기를 (바라다)

쌍수 ἐπιζώσοιτον

(너희 둘은) 묶겠기를 (바라다)

ἐπιζωσοίτην

(그 둘은) 묶겠기를 (바라다)

복수 ἐπιζώσοιμεν

(우리는) 묶겠기를 (바라다)

ἐπιζώσοιτε

(너희는) 묶겠기를 (바라다)

ἐπιζώσοιεν

(그들은) 묶겠기를 (바라다)

부정사 ἐπιζώσειν

묶을 것

분사 남성여성중성
ἐπιζωσων

ἐπιζωσοντος

ἐπιζωσουσα

ἐπιζωσουσης

ἐπιζωσον

ἐπιζωσοντος

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐπιζώσομαι

(나는) 묶어지겠다

ἐπιζώσει, ἐπιζώσῃ

(너는) 묶어지겠다

ἐπιζώσεται

(그는) 묶어지겠다

쌍수 ἐπιζώσεσθον

(너희 둘은) 묶어지겠다

ἐπιζώσεσθον

(그 둘은) 묶어지겠다

복수 ἐπιζωσόμεθα

(우리는) 묶어지겠다

ἐπιζώσεσθε

(너희는) 묶어지겠다

ἐπιζώσονται

(그들은) 묶어지겠다

기원법단수 ἐπιζωσοίμην

(나는) 묶어지겠기를 (바라다)

ἐπιζώσοιο

(너는) 묶어지겠기를 (바라다)

ἐπιζώσοιτο

(그는) 묶어지겠기를 (바라다)

쌍수 ἐπιζώσοισθον

(너희 둘은) 묶어지겠기를 (바라다)

ἐπιζωσοίσθην

(그 둘은) 묶어지겠기를 (바라다)

복수 ἐπιζωσοίμεθα

(우리는) 묶어지겠기를 (바라다)

ἐπιζώσοισθε

(너희는) 묶어지겠기를 (바라다)

ἐπιζώσοιντο

(그들은) 묶어지겠기를 (바라다)

부정사 ἐπιζώσεσθαι

묶어질 것

분사 남성여성중성
ἐπιζωσομενος

ἐπιζωσομενου

ἐπιζωσομενη

ἐπιζωσομενης

ἐπιζωσομενον

ἐπιζωσομενου

미완료(Imperfect) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἠπίζωννυν

(나는) 묶고 있었다

ἠπίζωννυς

(너는) 묶고 있었다

ἠπίζωννυν*

(그는) 묶고 있었다

쌍수 ἠπιζώννυτον

(너희 둘은) 묶고 있었다

ἠπιζωννύτην

(그 둘은) 묶고 있었다

복수 ἠπιζώννυμεν

(우리는) 묶고 있었다

ἠπιζώννυτε

(너희는) 묶고 있었다

ἠπιζώννυσαν

(그들은) 묶고 있었다

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἠπιζωννύμην

(나는) 묶어지고 있었다

ἠπιζωννύου, ἠπιζώννυσο

(너는) 묶어지고 있었다

ἠπιζώννυτο

(그는) 묶어지고 있었다

쌍수 ἠπιζώννυσθον

(너희 둘은) 묶어지고 있었다

ἠπιζωννύσθην

(그 둘은) 묶어지고 있었다

복수 ἠπιζωννύμεθα

(우리는) 묶어지고 있었다

ἠπιζώννυσθε

(너희는) 묶어지고 있었다

ἠπιζώννυντο

(그들은) 묶어지고 있었다

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION