헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ἐλευθερωτής

1군 변화 명사; 남성 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: ἐλευθερωτής ἐλευθερωτοῦ

형태분석: ἐλευθερωτ (어간) + ης (어미)

어원: from e)leuqe/rwsis

  1. 석방하는 사람, 구조자
  1. a liberator

곡용 정보

1군 변화
단수 쌍수 복수
주격 ἐλευθερωτής

석방하는 사람이

ἐλευθερωτᾱ́

석방하는 사람들이

ἐλευθερωταί

석방하는 사람들이

속격 ἐλευθερωτοῦ

석방하는 사람의

ἐλευθερωταῖν

석방하는 사람들의

ἐλευθερωτῶν

석방하는 사람들의

여격 ἐλευθερωτῇ

석방하는 사람에게

ἐλευθερωταῖν

석방하는 사람들에게

ἐλευθερωταῖς

석방하는 사람들에게

대격 ἐλευθερωτήν

석방하는 사람을

ἐλευθερωτᾱ́

석방하는 사람들을

ἐλευθερωτᾱ́ς

석방하는 사람들을

호격 ἐλευθερωτά

석방하는 사람아

ἐλευθερωτᾱ́

석방하는 사람들아

ἐλευθερωταί

석방하는 사람들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • ταῦτα, ὦ φιλότησ, ὀλίγα ἐκ πολλῶν δείγματοσ ἕνεκα γράψαι ἠξίωσα, καὶ σοὶ μὲν χαριζόμενοσ, ἀνδρὶ ἑταίρῳ καὶ φίλῳ καὶ ὃν ἐγὼ πάντων μάλιστα θαυμάσασ ἔχω ἐπί τε σοφίᾳ καὶ τῷ πρὸσ ἀλήθειαν ἔρωτι καὶ τρόπου πραότητι καὶ ἐπιεικείᾳ καὶ γαλήνῃ βίου καὶ δεξιότητι πρὸσ τοὺσ συνόντασ, τὸ πλέον δέ, ‐ ὅπερ καὶ σοὶ ἥδιον, ‐ Ἐπικούρῳ τιμωρῶν, ἀνδρὶ ὡσ ἀληθῶσ ἱερῷ καὶ θεσπεσίῳ τὴν φύσιν καὶ μόνῳ μετ’ ἀληθείασ τὰ καλὰ ἐγνωκότι καὶ παραδεδωκότι καὶ ἐλευθερωτῇ τῶν ὁμιλησάντων αὐτῷ γενομένῳ. (Lucian, Alexander, (no name) 61:1)

    (루키아노스, Alexander, (no name) 61:1)

  • ἐλευθερωτήσ εἰμι τῶν ἀνθρώπων καὶ ἰατρὸσ τῶν παθῶν· (Lucian, Vitarum auctio, (no name) 8:14)

    (루키아노스, Vitarum auctio, (no name) 8:14)

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION