헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ἐγχειρητής

1군 변화 명사; 남성 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: ἐγχειρητής ἐγχειρητοῦ

형태분석: ἐγχειρητ (어간) + ης (어미)

어원: from e)gxeire/w

  1. 계약인, 농부, 조달업자
  1. an undertaker, an adventurer

곡용 정보

1군 변화
단수 쌍수 복수
주격 ἐγχειρητής

계약인이

ἐγχειρητᾱ́

계약인들이

ἐγχειρηταί

계약인들이

속격 ἐγχειρητοῦ

계약인의

ἐγχειρηταῖν

계약인들의

ἐγχειρητῶν

계약인들의

여격 ἐγχειρητῇ

계약인에게

ἐγχειρηταῖν

계약인들에게

ἐγχειρηταῖς

계약인들에게

대격 ἐγχειρητήν

계약인을

ἐγχειρητᾱ́

계약인들을

ἐγχειρητᾱ́ς

계약인들을

호격 ἐγχειρητά

계약인아

ἐγχειρητᾱ́

계약인들아

ἐγχειρηταί

계약인들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • ἥκει γὰρ τισ δριμὺσ πρέσβυσ καινὸσ γνώμην καινῶν τ’ ἔργων ἐγχειρητήσ. (Aristophanes, Birds, Parodos, monody9)

    (아리스토파네스, Birds, Parodos, monody9)

  • εἰωθότεσ μὲν καὶ πάντεσ οἷσ ἐπιλείπει ἀρετῆσ, ὁπότε μὲν ἐγχειρηταί τινα κακῶν εἰε͂ν τοῦ θείου τὸ πᾶσιν παρατυγχάνειν ἀφορίσαντεσ γνώμῃ τῇ αὐτῶν ἐπὶ τὰ ἔργα χωρεῖν, ὁπότε δὲ φωρώμενοι κινδυνεύοιεν δίκην ὑποσχεῖν, κατ’ ἐπίκλησιν αὐτοῦ μαρτυρῶν τὰ πάντα ἐκτρέπειν. (Flavius Josephus, Antiquitates Judaicae, Book 17 153:1)

    (플라비우스 요세푸스, Antiquitates Judaicae, Book 17 153:1)

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION