ἐξαρκούντως
부사;
자동번역
로마알파벳 전사:
고전 발음: []
신약 발음: []
기본형:
ἐξαρκούντως
어원: adverb from part. pres. of e)carke/w,
뜻
- 충분히, 제대로, 푹
- enough, sufficiently
- χώρει νυν πᾶσ ἀνδρείωσ ἐσ τοὺσ εὐανθεῖσ κόλπουσ λειμώνων ἐγκρούων κἀπισκώπτων καὶ παίζων καὶ χλευάζων, ἠρίστηται δ’ ἐξαρκούντωσ. (Aristophanes, Frogs, Parodos, strophe 21)
(아리스토파네스, Frogs, Parodos, strophe 21)
- ταῦτ’ ἐπιεικῶσ μέν ἐστιν ὑπό τι ἄτοπα, δηλοῖ μὴν ὃ ἐγὼ βούλομαί σοι ἐνδειξάμενοσ, ἐάν πωσ οἱο͂́σ τε ὦ, πεῖσαι μεταθέσθαι, ἀντὶ τοῦ ἀπλήστωσ καὶ ἀκολάστωσ ἔχοντοσ βίου τὸν κοσμίωσ καὶ τοῖσ ἀεὶ παροῦσιν ἱκανῶσ καὶ ἐξαρκούντωσ ἔχοντα βίον ἑλέσθαι. (Plato, Euthydemus, Protagoras, Gorgias, Meno, 282:2)
(플라톤, Euthydemus, Protagoras, Gorgias, Meno, 282:2)