헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

διασήπομαι

비축약 동사; 이상동사 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: διασήπομαι διασέσηπα

형태분석: διασήπ (어간) + ομαι (인칭어미)

  1. 쇠퇴하다, 무너지다, 썩다
  1. to putrefy, decay

활용 정보

현재 시제

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 διασήπομαι

(나는) 쇠퇴한다

διασήπει, διασήπῃ

(너는) 쇠퇴한다

διασήπεται

(그는) 쇠퇴한다

쌍수 διασήπεσθον

(너희 둘은) 쇠퇴한다

διασήπεσθον

(그 둘은) 쇠퇴한다

복수 διασηπόμεθα

(우리는) 쇠퇴한다

διασήπεσθε

(너희는) 쇠퇴한다

διασήπονται

(그들은) 쇠퇴한다

접속법단수 διασήπωμαι

(나는) 쇠퇴하자

διασήπῃ

(너는) 쇠퇴하자

διασήπηται

(그는) 쇠퇴하자

쌍수 διασήπησθον

(너희 둘은) 쇠퇴하자

διασήπησθον

(그 둘은) 쇠퇴하자

복수 διασηπώμεθα

(우리는) 쇠퇴하자

διασήπησθε

(너희는) 쇠퇴하자

διασήπωνται

(그들은) 쇠퇴하자

기원법단수 διασηποίμην

(나는) 쇠퇴하기를 (바라다)

διασήποιο

(너는) 쇠퇴하기를 (바라다)

διασήποιτο

(그는) 쇠퇴하기를 (바라다)

쌍수 διασήποισθον

(너희 둘은) 쇠퇴하기를 (바라다)

διασηποίσθην

(그 둘은) 쇠퇴하기를 (바라다)

복수 διασηποίμεθα

(우리는) 쇠퇴하기를 (바라다)

διασήποισθε

(너희는) 쇠퇴하기를 (바라다)

διασήποιντο

(그들은) 쇠퇴하기를 (바라다)

명령법단수 διασήπου

(너는) 쇠퇴해라

διασηπέσθω

(그는) 쇠퇴해라

쌍수 διασήπεσθον

(너희 둘은) 쇠퇴해라

διασηπέσθων

(그 둘은) 쇠퇴해라

복수 διασήπεσθε

(너희는) 쇠퇴해라

διασηπέσθων, διασηπέσθωσαν

(그들은) 쇠퇴해라

부정사 διασήπεσθαι

쇠퇴하는 것

분사 남성여성중성
διασηπομενος

διασηπομενου

διασηπομενη

διασηπομενης

διασηπομενον

διασηπομενου

미완료(Imperfect) 시제

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐδιασηπόμην

(나는) 쇠퇴하고 있었다

ἐδιασήπου

(너는) 쇠퇴하고 있었다

ἐδιασήπετο

(그는) 쇠퇴하고 있었다

쌍수 ἐδιασήπεσθον

(너희 둘은) 쇠퇴하고 있었다

ἐδιασηπέσθην

(그 둘은) 쇠퇴하고 있었다

복수 ἐδιασηπόμεθα

(우리는) 쇠퇴하고 있었다

ἐδιασήπεσθε

(너희는) 쇠퇴하고 있었다

ἐδιασήποντο

(그들은) 쇠퇴하고 있었다

완료(Perfect) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 διασέσηπα

(나는) 쇠퇴했다

διασέσηπας

(너는) 쇠퇴했다

διασέσηπεν*

(그는) 쇠퇴했다

쌍수 διασεσήπατον

(너희 둘은) 쇠퇴했다

διασεσήπατον

(그 둘은) 쇠퇴했다

복수 διασεσήπαμεν

(우리는) 쇠퇴했다

διασεσήπατε

(너희는) 쇠퇴했다

διασεσήπᾱσιν*

(그들은) 쇠퇴했다

접속법단수 διασεσήπω

(나는) 쇠퇴했자

διασεσήπῃς

(너는) 쇠퇴했자

διασεσήπῃ

(그는) 쇠퇴했자

쌍수 διασεσήπητον

(너희 둘은) 쇠퇴했자

διασεσήπητον

(그 둘은) 쇠퇴했자

복수 διασεσήπωμεν

(우리는) 쇠퇴했자

διασεσήπητε

(너희는) 쇠퇴했자

διασεσήπωσιν*

(그들은) 쇠퇴했자

기원법단수 διασεσήποιμι

(나는) 쇠퇴했기를 (바라다)

διασεσήποις

(너는) 쇠퇴했기를 (바라다)

διασεσήποι

(그는) 쇠퇴했기를 (바라다)

쌍수 διασεσήποιτον

(너희 둘은) 쇠퇴했기를 (바라다)

διασεσηποίτην

(그 둘은) 쇠퇴했기를 (바라다)

복수 διασεσήποιμεν

(우리는) 쇠퇴했기를 (바라다)

διασεσήποιτε

(너희는) 쇠퇴했기를 (바라다)

διασεσήποιεν

(그들은) 쇠퇴했기를 (바라다)

명령법단수 διασέσηπε

(너는) 쇠퇴했어라

διασεσηπέτω

(그는) 쇠퇴했어라

쌍수 διασεσήπετον

(너희 둘은) 쇠퇴했어라

διασεσηπέτων

(그 둘은) 쇠퇴했어라

복수 διασεσήπετε

(너희는) 쇠퇴했어라

διασεσηπόντων

(그들은) 쇠퇴했어라

부정사 διασεσηπέναι

쇠퇴했는 것

분사 남성여성중성
διασεσηπως

διασεσηποντος

διασεσηπυῑα

διασεσηπυῑᾱς

διασεσηπον

διασεσηποντος

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION