헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

διαμυθολογέω

ε 축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: διαμυθολογέω διαμυθολογήσω

형태분석: δια (접두사) + μυθολογέ (어간) + ω (인칭어미)

  1. 말하다, 의견을 나누다, 대화하다, 이야기하다
  1. to communicate by word, to express in speech, to converse

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 διαμυθολόγω

(나는) 말한다

διαμυθολόγεις

(너는) 말한다

διαμυθολόγει

(그는) 말한다

쌍수 διαμυθολόγειτον

(너희 둘은) 말한다

διαμυθολόγειτον

(그 둘은) 말한다

복수 διαμυθολόγουμεν

(우리는) 말한다

διαμυθολόγειτε

(너희는) 말한다

διαμυθολόγουσιν*

(그들은) 말한다

접속법단수 διαμυθολόγω

(나는) 말하자

διαμυθολόγῃς

(너는) 말하자

διαμυθολόγῃ

(그는) 말하자

쌍수 διαμυθολόγητον

(너희 둘은) 말하자

διαμυθολόγητον

(그 둘은) 말하자

복수 διαμυθολόγωμεν

(우리는) 말하자

διαμυθολόγητε

(너희는) 말하자

διαμυθολόγωσιν*

(그들은) 말하자

기원법단수 διαμυθολόγοιμι

(나는) 말하기를 (바라다)

διαμυθολόγοις

(너는) 말하기를 (바라다)

διαμυθολόγοι

(그는) 말하기를 (바라다)

쌍수 διαμυθολόγοιτον

(너희 둘은) 말하기를 (바라다)

διαμυθολογοίτην

(그 둘은) 말하기를 (바라다)

복수 διαμυθολόγοιμεν

(우리는) 말하기를 (바라다)

διαμυθολόγοιτε

(너희는) 말하기를 (바라다)

διαμυθολόγοιεν

(그들은) 말하기를 (바라다)

명령법단수 διαμυθολο͂γει

(너는) 말해라

διαμυθολογεῖτω

(그는) 말해라

쌍수 διαμυθολόγειτον

(너희 둘은) 말해라

διαμυθολογεῖτων

(그 둘은) 말해라

복수 διαμυθολόγειτε

(너희는) 말해라

διαμυθολογοῦντων, διαμυθολογεῖτωσαν

(그들은) 말해라

부정사 διαμυθολόγειν

말하는 것

분사 남성여성중성
διαμυθολογων

διαμυθολογουντος

διαμυθολογουσα

διαμυθολογουσης

διαμυθολογουν

διαμυθολογουντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 διαμυθολόγουμαι

(나는) 말해진다

διαμυθολόγει, διαμυθολόγῃ

(너는) 말해진다

διαμυθολόγειται

(그는) 말해진다

쌍수 διαμυθολόγεισθον

(너희 둘은) 말해진다

διαμυθολόγεισθον

(그 둘은) 말해진다

복수 διαμυθολογοῦμεθα

(우리는) 말해진다

διαμυθολόγεισθε

(너희는) 말해진다

διαμυθολόγουνται

(그들은) 말해진다

접속법단수 διαμυθολόγωμαι

(나는) 말해지자

διαμυθολόγῃ

(너는) 말해지자

διαμυθολόγηται

(그는) 말해지자

쌍수 διαμυθολόγησθον

(너희 둘은) 말해지자

διαμυθολόγησθον

(그 둘은) 말해지자

복수 διαμυθολογώμεθα

(우리는) 말해지자

διαμυθολόγησθε

(너희는) 말해지자

διαμυθολόγωνται

(그들은) 말해지자

기원법단수 διαμυθολογοίμην

(나는) 말해지기를 (바라다)

διαμυθολόγοιο

(너는) 말해지기를 (바라다)

διαμυθολόγοιτο

(그는) 말해지기를 (바라다)

쌍수 διαμυθολόγοισθον

(너희 둘은) 말해지기를 (바라다)

διαμυθολογοίσθην

(그 둘은) 말해지기를 (바라다)

복수 διαμυθολογοίμεθα

(우리는) 말해지기를 (바라다)

διαμυθολόγοισθε

(너희는) 말해지기를 (바라다)

διαμυθολόγοιντο

(그들은) 말해지기를 (바라다)

명령법단수 διαμυθολόγου

(너는) 말해져라

διαμυθολογεῖσθω

(그는) 말해져라

쌍수 διαμυθολόγεισθον

(너희 둘은) 말해져라

διαμυθολογεῖσθων

(그 둘은) 말해져라

복수 διαμυθολόγεισθε

(너희는) 말해져라

διαμυθολογεῖσθων, διαμυθολογεῖσθωσαν

(그들은) 말해져라

부정사 διαμυθολόγεισθαι

말해지는 것

분사 남성여성중성
διαμυθολογουμενος

διαμυθολογουμενου

διαμυθολογουμενη

διαμυθολογουμενης

διαμυθολογουμενον

διαμυθολογουμενου

미래 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 διαμυθολογήσω

(나는) 말하겠다

διαμυθολογήσεις

(너는) 말하겠다

διαμυθολογήσει

(그는) 말하겠다

쌍수 διαμυθολογήσετον

(너희 둘은) 말하겠다

διαμυθολογήσετον

(그 둘은) 말하겠다

복수 διαμυθολογήσομεν

(우리는) 말하겠다

διαμυθολογήσετε

(너희는) 말하겠다

διαμυθολογήσουσιν*

(그들은) 말하겠다

기원법단수 διαμυθολογήσοιμι

(나는) 말하겠기를 (바라다)

διαμυθολογήσοις

(너는) 말하겠기를 (바라다)

διαμυθολογήσοι

(그는) 말하겠기를 (바라다)

쌍수 διαμυθολογήσοιτον

(너희 둘은) 말하겠기를 (바라다)

διαμυθολογησοίτην

(그 둘은) 말하겠기를 (바라다)

복수 διαμυθολογήσοιμεν

(우리는) 말하겠기를 (바라다)

διαμυθολογήσοιτε

(너희는) 말하겠기를 (바라다)

διαμυθολογήσοιεν

(그들은) 말하겠기를 (바라다)

부정사 διαμυθολογήσειν

말할 것

분사 남성여성중성
διαμυθολογησων

διαμυθολογησοντος

διαμυθολογησουσα

διαμυθολογησουσης

διαμυθολογησον

διαμυθολογησοντος

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 διαμυθολογήσομαι

(나는) 말해지겠다

διαμυθολογήσει, διαμυθολογήσῃ

(너는) 말해지겠다

διαμυθολογήσεται

(그는) 말해지겠다

쌍수 διαμυθολογήσεσθον

(너희 둘은) 말해지겠다

διαμυθολογήσεσθον

(그 둘은) 말해지겠다

복수 διαμυθολογησόμεθα

(우리는) 말해지겠다

διαμυθολογήσεσθε

(너희는) 말해지겠다

διαμυθολογήσονται

(그들은) 말해지겠다

기원법단수 διαμυθολογησοίμην

(나는) 말해지겠기를 (바라다)

διαμυθολογήσοιο

(너는) 말해지겠기를 (바라다)

διαμυθολογήσοιτο

(그는) 말해지겠기를 (바라다)

쌍수 διαμυθολογήσοισθον

(너희 둘은) 말해지겠기를 (바라다)

διαμυθολογησοίσθην

(그 둘은) 말해지겠기를 (바라다)

복수 διαμυθολογησοίμεθα

(우리는) 말해지겠기를 (바라다)

διαμυθολογήσοισθε

(너희는) 말해지겠기를 (바라다)

διαμυθολογήσοιντο

(그들은) 말해지겠기를 (바라다)

부정사 διαμυθολογήσεσθαι

말해질 것

분사 남성여성중성
διαμυθολογησομενος

διαμυθολογησομενου

διαμυθολογησομενη

διαμυθολογησομενης

διαμυθολογησομενον

διαμυθολογησομενου

미완료(Imperfect) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 διεμυθολο͂γουν

(나는) 말하고 있었다

διεμυθολο͂γεις

(너는) 말하고 있었다

διεμυθολο͂γειν*

(그는) 말하고 있었다

쌍수 διεμυθολόγειτον

(너희 둘은) 말하고 있었다

διεμυθολογεῖτην

(그 둘은) 말하고 있었다

복수 διεμυθολόγουμεν

(우리는) 말하고 있었다

διεμυθολόγειτε

(너희는) 말하고 있었다

διεμυθολο͂γουν

(그들은) 말하고 있었다

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 διεμυθολογοῦμην

(나는) 말해지고 있었다

διεμυθολόγου

(너는) 말해지고 있었다

διεμυθολόγειτο

(그는) 말해지고 있었다

쌍수 διεμυθολόγεισθον

(너희 둘은) 말해지고 있었다

διεμυθολογεῖσθην

(그 둘은) 말해지고 있었다

복수 διεμυθολογοῦμεθα

(우리는) 말해지고 있었다

διεμυθολόγεισθε

(너희는) 말해지고 있었다

διεμυθολόγουντο

(그들은) 말해지고 있었다

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION