헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

διαμικρολογέομαι

ε 축약 동사; 이상동사 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: διαμικρολογέομαι διαμικρολογήσομαι

형태분석: δια (접두사) + μικρολογέ (어간) + ομαι (인칭어미)

  1. to deal meanly

활용 정보

현재 시제

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 διαμικρολόγουμαι

διαμικρολόγει, διαμικρολόγῃ

διαμικρολόγειται

쌍수 διαμικρολόγεισθον

διαμικρολόγεισθον

복수 διαμικρολογοῦμεθα

διαμικρολόγεισθε

διαμικρολόγουνται

접속법단수 διαμικρολόγωμαι

διαμικρολόγῃ

διαμικρολόγηται

쌍수 διαμικρολόγησθον

διαμικρολόγησθον

복수 διαμικρολογώμεθα

διαμικρολόγησθε

διαμικρολόγωνται

기원법단수 διαμικρολογοίμην

διαμικρολόγοιο

διαμικρολόγοιτο

쌍수 διαμικρολόγοισθον

διαμικρολογοίσθην

복수 διαμικρολογοίμεθα

διαμικρολόγοισθε

διαμικρολόγοιντο

명령법단수 διαμικρολόγου

διαμικρολογεῖσθω

쌍수 διαμικρολόγεισθον

διαμικρολογεῖσθων

복수 διαμικρολόγεισθε

διαμικρολογεῖσθων, διαμικρολογεῖσθωσαν

부정사 διαμικρολόγεισθαι

분사 남성여성중성
διαμικρολογουμενος

διαμικρολογουμενου

διαμικρολογουμενη

διαμικρολογουμενης

διαμικρολογουμενον

διαμικρολογουμενου

미래 시제

미완료(Imperfect) 시제

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

유의어

  1. to deal meanly

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION