헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

διαδικαιόω

ο 축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: διαδικαιόω διαδικαιώσω

형태분석: δια (접두사) + δικαιό (어간) + ω (인칭어미)

  1. 가지다, 지내다, 잡다
  1. to hold, to be right

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 διαδικαίω

(나는) 가진다

διαδικαίοις

(너는) 가진다

διαδικαίοι

(그는) 가진다

쌍수 διαδικαίουτον

(너희 둘은) 가진다

διαδικαίουτον

(그 둘은) 가진다

복수 διαδικαίουμεν

(우리는) 가진다

διαδικαίουτε

(너희는) 가진다

διαδικαίουσιν*

(그들은) 가진다

접속법단수 διαδικαίω

(나는) 가지자

διαδικαίοις

(너는) 가지자

διαδικαίοι

(그는) 가지자

쌍수 διαδικαίωτον

(너희 둘은) 가지자

διαδικαίωτον

(그 둘은) 가지자

복수 διαδικαίωμεν

(우리는) 가지자

διαδικαίωτε

(너희는) 가지자

διαδικαίωσιν*

(그들은) 가지자

기원법단수 διαδικαίοιμι

(나는) 가지기를 (바라다)

διαδικαίοις

(너는) 가지기를 (바라다)

διαδικαίοι

(그는) 가지기를 (바라다)

쌍수 διαδικαίοιτον

(너희 둘은) 가지기를 (바라다)

διαδικαιοίτην

(그 둘은) 가지기를 (바라다)

복수 διαδικαίοιμεν

(우리는) 가지기를 (바라다)

διαδικαίοιτε

(너희는) 가지기를 (바라다)

διαδικαίοιεν

(그들은) 가지기를 (바라다)

명령법단수 διαδικαῖου

(너는) 가져라

διαδικαιοῦτω

(그는) 가져라

쌍수 διαδικαίουτον

(너희 둘은) 가져라

διαδικαιοῦτων

(그 둘은) 가져라

복수 διαδικαίουτε

(너희는) 가져라

διαδικαιοῦντων, διαδικαιοῦτωσαν

(그들은) 가져라

부정사 διαδικαίουν

가지는 것

분사 남성여성중성
διαδικαιων

διαδικαιουντος

διαδικαιουσα

διαδικαιουσης

διαδικαιουν

διαδικαιουντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 διαδικαίουμαι

(나는) 가져진다

διαδικαίοι

(너는) 가져진다

διαδικαίουται

(그는) 가져진다

쌍수 διαδικαίουσθον

(너희 둘은) 가져진다

διαδικαίουσθον

(그 둘은) 가져진다

복수 διαδικαιοῦμεθα

(우리는) 가져진다

διαδικαίουσθε

(너희는) 가져진다

διαδικαίουνται

(그들은) 가져진다

접속법단수 διαδικαίωμαι

(나는) 가져지자

διαδικαίοι

(너는) 가져지자

διαδικαίωται

(그는) 가져지자

쌍수 διαδικαίωσθον

(너희 둘은) 가져지자

διαδικαίωσθον

(그 둘은) 가져지자

복수 διαδικαιώμεθα

(우리는) 가져지자

διαδικαίωσθε

(너희는) 가져지자

διαδικαίωνται

(그들은) 가져지자

기원법단수 διαδικαιοίμην

(나는) 가져지기를 (바라다)

διαδικαίοιο

(너는) 가져지기를 (바라다)

διαδικαίοιτο

(그는) 가져지기를 (바라다)

쌍수 διαδικαίοισθον

(너희 둘은) 가져지기를 (바라다)

διαδικαιοίσθην

(그 둘은) 가져지기를 (바라다)

복수 διαδικαιοίμεθα

(우리는) 가져지기를 (바라다)

διαδικαίοισθε

(너희는) 가져지기를 (바라다)

διαδικαίοιντο

(그들은) 가져지기를 (바라다)

명령법단수 διαδικαίου

(너는) 가져져라

διαδικαιοῦσθω

(그는) 가져져라

쌍수 διαδικαίουσθον

(너희 둘은) 가져져라

διαδικαιοῦσθων

(그 둘은) 가져져라

복수 διαδικαίουσθε

(너희는) 가져져라

διαδικαιοῦσθων, διαδικαιοῦσθωσαν

(그들은) 가져져라

부정사 διαδικαίουσθαι

가져지는 것

분사 남성여성중성
διαδικαιουμενος

διαδικαιουμενου

διαδικαιουμενη

διαδικαιουμενης

διαδικαιουμενον

διαδικαιουμενου

미래 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 διαδικαιώσω

(나는) 가지겠다

διαδικαιώσεις

(너는) 가지겠다

διαδικαιώσει

(그는) 가지겠다

쌍수 διαδικαιώσετον

(너희 둘은) 가지겠다

διαδικαιώσετον

(그 둘은) 가지겠다

복수 διαδικαιώσομεν

(우리는) 가지겠다

διαδικαιώσετε

(너희는) 가지겠다

διαδικαιώσουσιν*

(그들은) 가지겠다

기원법단수 διαδικαιώσοιμι

(나는) 가지겠기를 (바라다)

διαδικαιώσοις

(너는) 가지겠기를 (바라다)

διαδικαιώσοι

(그는) 가지겠기를 (바라다)

쌍수 διαδικαιώσοιτον

(너희 둘은) 가지겠기를 (바라다)

διαδικαιωσοίτην

(그 둘은) 가지겠기를 (바라다)

복수 διαδικαιώσοιμεν

(우리는) 가지겠기를 (바라다)

διαδικαιώσοιτε

(너희는) 가지겠기를 (바라다)

διαδικαιώσοιεν

(그들은) 가지겠기를 (바라다)

부정사 διαδικαιώσειν

가질 것

분사 남성여성중성
διαδικαιωσων

διαδικαιωσοντος

διαδικαιωσουσα

διαδικαιωσουσης

διαδικαιωσον

διαδικαιωσοντος

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 διαδικαιώσομαι

(나는) 가져지겠다

διαδικαιώσει, διαδικαιώσῃ

(너는) 가져지겠다

διαδικαιώσεται

(그는) 가져지겠다

쌍수 διαδικαιώσεσθον

(너희 둘은) 가져지겠다

διαδικαιώσεσθον

(그 둘은) 가져지겠다

복수 διαδικαιωσόμεθα

(우리는) 가져지겠다

διαδικαιώσεσθε

(너희는) 가져지겠다

διαδικαιώσονται

(그들은) 가져지겠다

기원법단수 διαδικαιωσοίμην

(나는) 가져지겠기를 (바라다)

διαδικαιώσοιο

(너는) 가져지겠기를 (바라다)

διαδικαιώσοιτο

(그는) 가져지겠기를 (바라다)

쌍수 διαδικαιώσοισθον

(너희 둘은) 가져지겠기를 (바라다)

διαδικαιωσοίσθην

(그 둘은) 가져지겠기를 (바라다)

복수 διαδικαιωσοίμεθα

(우리는) 가져지겠기를 (바라다)

διαδικαιώσοισθε

(너희는) 가져지겠기를 (바라다)

διαδικαιώσοιντο

(그들은) 가져지겠기를 (바라다)

부정사 διαδικαιώσεσθαι

가져질 것

분사 남성여성중성
διαδικαιωσομενος

διαδικαιωσομενου

διαδικαιωσομενη

διαδικαιωσομενης

διαδικαιωσομενον

διαδικαιωσομενου

미완료(Imperfect) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 διεδικαῖουν

(나는) 가지고 있었다

διεδικαῖους

(너는) 가지고 있었다

διεδικαῖουν*

(그는) 가지고 있었다

쌍수 διεδικαίουτον

(너희 둘은) 가지고 있었다

διεδικαιοῦτην

(그 둘은) 가지고 있었다

복수 διεδικαίουμεν

(우리는) 가지고 있었다

διεδικαίουτε

(너희는) 가지고 있었다

διεδικαῖουν

(그들은) 가지고 있었다

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 διεδικαιοῦμην

(나는) 가져지고 있었다

διεδικαίου

(너는) 가져지고 있었다

διεδικαίουτο

(그는) 가져지고 있었다

쌍수 διεδικαίουσθον

(너희 둘은) 가져지고 있었다

διεδικαιοῦσθην

(그 둘은) 가져지고 있었다

복수 διεδικαιοῦμεθα

(우리는) 가져지고 있었다

διεδικαίουσθε

(너희는) 가져지고 있었다

διεδικαίουντο

(그들은) 가져지고 있었다

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

유의어

  1. 가지다

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION