헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

διαβαπτίζομαι

비축약 동사; 이상동사 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: διαβαπτίζομαι διαβαπτίσομαι

형태분석: διαβαπτίζ (어간) + ομαι (인칭어미)

  1. to dive for a match, to contend in foul language with

활용 정보

현재 시제

미래 시제

미완료(Imperfect) 시제

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • λοιδορούμενοσ γὰρ ἐν ταῖσ ἐκκλησίαισ καὶ προπετῶσ ἅπασι προσκρούων, ὧν ἂν ἐκ τούτων ἁθρόουσ πάντασ ὑμᾶσ ἐκεῖ παρακρούσηται, τούτων καταβὰσ καθ’ ἕν’ ὑμῶν παρ’ ἑκάστου δίκην λαμβάνει, συκοφαντῶν, αἰτῶν, εἰσπράττων ἀργύριον, οὐχὶ μὰ Δία τοὺσ λέγοντασ οὗτοι μὲν γὰρ ἐπίστανται τούτῳ διαβαπτίζεσθαι, ἀλλὰ τοὺσ ἰδιώτασ καὶ τοὺσ ἀπείρουσ· (Demosthenes, Speeches 21-30, 48:2)

    (데모스테네스, Speeches 21-30, 48:2)

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION