헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ἀποκληρόω

ο 축약 동사; 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: ἀποκληρόω

형태분석: ἀπο (접두사) + κληρό (어간) + ω (인칭어미)

어원: from a)po/klhros

  1. to choose by lot from, to choose or elect by lot
  2. to allot, assign by lot

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἀποκλήρω

ἀποκλήροις

ἀποκλήροι

쌍수 ἀποκλήρουτον

ἀποκλήρουτον

복수 ἀποκλήρουμεν

ἀποκλήρουτε

ἀποκλήρουσιν*

접속법단수 ἀποκλήρω

ἀποκλήροις

ἀποκλήροι

쌍수 ἀποκλήρωτον

ἀποκλήρωτον

복수 ἀποκλήρωμεν

ἀποκλήρωτε

ἀποκλήρωσιν*

기원법단수 ἀποκλήροιμι

ἀποκλήροις

ἀποκλήροι

쌍수 ἀποκλήροιτον

ἀποκληροίτην

복수 ἀποκλήροιμεν

ἀποκλήροιτε

ἀποκλήροιεν

명령법단수 ἀποκλῆρου

ἀποκληροῦτω

쌍수 ἀποκλήρουτον

ἀποκληροῦτων

복수 ἀποκλήρουτε

ἀποκληροῦντων, ἀποκληροῦτωσαν

부정사 ἀποκλήρουν

분사 남성여성중성
ἀποκληρων

ἀποκληρουντος

ἀποκληρουσα

ἀποκληρουσης

ἀποκληρουν

ἀποκληρουντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἀποκλήρουμαι

ἀποκλήροι

ἀποκλήρουται

쌍수 ἀποκλήρουσθον

ἀποκλήρουσθον

복수 ἀποκληροῦμεθα

ἀποκλήρουσθε

ἀποκλήρουνται

접속법단수 ἀποκλήρωμαι

ἀποκλήροι

ἀποκλήρωται

쌍수 ἀποκλήρωσθον

ἀποκλήρωσθον

복수 ἀποκληρώμεθα

ἀποκλήρωσθε

ἀποκλήρωνται

기원법단수 ἀποκληροίμην

ἀποκλήροιο

ἀποκλήροιτο

쌍수 ἀποκλήροισθον

ἀποκληροίσθην

복수 ἀποκληροίμεθα

ἀποκλήροισθε

ἀποκλήροιντο

명령법단수 ἀποκλήρου

ἀποκληροῦσθω

쌍수 ἀποκλήρουσθον

ἀποκληροῦσθων

복수 ἀποκλήρουσθε

ἀποκληροῦσθων, ἀποκληροῦσθωσαν

부정사 ἀποκλήρουσθαι

분사 남성여성중성
ἀποκληρουμενος

ἀποκληρουμενου

ἀποκληρουμενη

ἀποκληρουμενης

ἀποκληρουμενον

ἀποκληρουμενου

미완료(Imperfect) 시제

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • πάντασ ὁπόσοι τὰσ γραφὰσ ἀπενηνόχασιν, ἥκειν τήμερον εἰσ ’ Ἄρειον πάγον, ἐκεῖ δὲ τὴν μὲν Δίκην ἀποκληροῦν σφίσι τὰ δικαστήρια κατὰ λόγον τῶν τιμημάτων ἐξ ἁπάντων Ἀθηναίων εἰ δέ τισ ἄδικον οἰοίτο γεγενῆσθαι τὴν κρίσιν, ἐξεῖναι ἐφέντι ἐπ’ ἐμὲ δικάζεσθαι ἐξ ὑπαρχῆσ, ὡσ εἰ μηδὲ τὸ παράπαν ἐδεδίκαστο. (Lucian, Bis accusatus sive tribunalia, (no name) 4:12)

    (루키아노스, Bis accusatus sive tribunalia, (no name) 4:12)

  • σὺ δέ, ὦ θύγατερ, καθεζομένη παρὰ τὰσ σεμνὰσ θεὰσ ἀποκλήρου τὰσ δίκασ καὶ ἐπισκόπει τοὺσ δικάζοντασ. (Lucian, Bis accusatus sive tribunalia, (no name) 4:13)

    (루키아노스, Bis accusatus sive tribunalia, (no name) 4:13)

  • ὥστε ὑμεῖσ μὲν ἀμφὶ τὰσ δίκασ ἔχετε καὶ ἀποκληροῦτε καὶ διακρίνατε ὥσπερ ὑμῖν νόμοσ, ἐγὼ δὲ ἐπὶ τὸ σπήλαιον ἀπελθὼν συρίξομαί τι μέλοσ τῶν ἐρωτικῶν τὴν Ἠχὼ εἰώθα ἐπικερτομεῖν· (Lucian, Bis accusatus sive tribunalia, (no name) 12:10)

    (루키아노스, Bis accusatus sive tribunalia, (no name) 12:10)

  • τρεῖσ ἀποκλήρου μόνουσ. (Lucian, Bis accusatus sive tribunalia, (no name) 13:21)

    (루키아노스, Bis accusatus sive tribunalia, (no name) 13:21)

  • οὕτωσ ἀποκλήρου, τῷ ῥήτορι τῷ Σύρῳ· (Lucian, Bis accusatus sive tribunalia, (no name) 14:13)

    (루키아노스, Bis accusatus sive tribunalia, (no name) 14:13)

유의어

  1. to choose by lot from

  2. to allot

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION