헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ἀντιμειρακιεύομαι

비축약 동사; 이상동사 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: ἀντιμειρακιεύομαι

형태분석: ἀντιμειρακιεύ (어간) + ομαι (인칭어미)

  1. to behave petulantly in return

활용 정보

현재 시제

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἀντιμειρακιεύομαι

ἀντιμειρακιεύει, ἀντιμειρακιεύῃ

ἀντιμειρακιεύεται

쌍수 ἀντιμειρακιεύεσθον

ἀντιμειρακιεύεσθον

복수 ἀντιμειρακιευόμεθα

ἀντιμειρακιεύεσθε

ἀντιμειρακιεύονται

접속법단수 ἀντιμειρακιεύωμαι

ἀντιμειρακιεύῃ

ἀντιμειρακιεύηται

쌍수 ἀντιμειρακιεύησθον

ἀντιμειρακιεύησθον

복수 ἀντιμειρακιευώμεθα

ἀντιμειρακιεύησθε

ἀντιμειρακιεύωνται

기원법단수 ἀντιμειρακιευοίμην

ἀντιμειρακιεύοιο

ἀντιμειρακιεύοιτο

쌍수 ἀντιμειρακιεύοισθον

ἀντιμειρακιευοίσθην

복수 ἀντιμειρακιευοίμεθα

ἀντιμειρακιεύοισθε

ἀντιμειρακιεύοιντο

명령법단수 ἀντιμειρακιεύου

ἀντιμειρακιευέσθω

쌍수 ἀντιμειρακιεύεσθον

ἀντιμειρακιευέσθων

복수 ἀντιμειρακιεύεσθε

ἀντιμειρακιευέσθων, ἀντιμειρακιευέσθωσαν

부정사 ἀντιμειρακιεύεσθαι

분사 남성여성중성
ἀντιμειρακιευομενος

ἀντιμειρακιευομενου

ἀντιμειρακιευομενη

ἀντιμειρακιευομενης

ἀντιμειρακιευομενον

ἀντιμειρακιευομενου

미완료(Imperfect) 시제

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • πρὸσ Τιμόθεον μὲν οὖν φασιν οὕτω φανέντα φιλότιμον ἀντιμειρακιεύεσθαι τὸ δαιμόνιον, ὥστε μηδὲν ἔτι πρᾶξαι λαμπρόν, ἀλλὰ ὅλωσ ἀποτυγχάνοντα ταῖσ πράξεσι καὶ προσκρούοντα τῷ δήμῳ τέλοσ ἐκπεσεῖν τῆσ πόλεωσ· (Plutarch, Sulla, chapter 6 4:1)

    (플루타르코스, Sulla, chapter 6 4:1)

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION