헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ἀλλοτριοπραγμοσύνη

1군 변화 명사; 여성 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: ἀλλοτριοπραγμοσύνη

형태분석: ἀλλοτριοπραγμοσυν (어간) + η (어미)

어원: pra=gma

  1. a meddling with other people's business

예문

  • οὐκοῦν στάσιν τινὰ αὖ τριῶν ὄντων τούτων δεῖ αὐτὴν εἶναι καὶ πολυπραγμοσύνην καὶ ἀλλοτριοπραγμοσύνην καὶ ἐπανάστασιν μέρουσ τινὸσ τῷ ὅλῳ τῆσ ψυχῆσ, ἵν’ ἄρχῃ ἐν αὐτῇ οὐ προσῆκον, ἀλλὰ τοιούτου ὄντοσ φύσει οἱού πρέπειν αὐτῷ δουλεύειν, τῷ δ’ οὐ δουλεύειν ἀρχικοῦ γένουσ ὄντι; (Plato, Republic, book 4 573:1)

    (플라톤, Republic, book 4 573:1)

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION