헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

αἰθερεμβατέω

ε 축약 동사; 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: αἰθερεμβατέω

형태분석: αἰθερεμβατέ (어간) + ω (인칭어미)

어원: e)mbai/nw

  1. to walk in ether

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 αἰθερεμβάτω

αἰθερεμβάτεις

αἰθερεμβάτει

쌍수 αἰθερεμβάτειτον

αἰθερεμβάτειτον

복수 αἰθερεμβάτουμεν

αἰθερεμβάτειτε

αἰθερεμβάτουσιν*

접속법단수 αἰθερεμβάτω

αἰθερεμβάτῃς

αἰθερεμβάτῃ

쌍수 αἰθερεμβάτητον

αἰθερεμβάτητον

복수 αἰθερεμβάτωμεν

αἰθερεμβάτητε

αἰθερεμβάτωσιν*

기원법단수 αἰθερεμβάτοιμι

αἰθερεμβάτοις

αἰθερεμβάτοι

쌍수 αἰθερεμβάτοιτον

αἰθερεμβατοίτην

복수 αἰθερεμβάτοιμεν

αἰθερεμβάτοιτε

αἰθερεμβάτοιεν

명령법단수 αἰθερεμβᾶτει

αἰθερεμβατεῖτω

쌍수 αἰθερεμβάτειτον

αἰθερεμβατεῖτων

복수 αἰθερεμβάτειτε

αἰθερεμβατοῦντων, αἰθερεμβατεῖτωσαν

부정사 αἰθερεμβάτειν

분사 남성여성중성
αἰθερεμβατων

αἰθερεμβατουντος

αἰθερεμβατουσα

αἰθερεμβατουσης

αἰθερεμβατουν

αἰθερεμβατουντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 αἰθερεμβάτουμαι

αἰθερεμβάτει, αἰθερεμβάτῃ

αἰθερεμβάτειται

쌍수 αἰθερεμβάτεισθον

αἰθερεμβάτεισθον

복수 αἰθερεμβατοῦμεθα

αἰθερεμβάτεισθε

αἰθερεμβάτουνται

접속법단수 αἰθερεμβάτωμαι

αἰθερεμβάτῃ

αἰθερεμβάτηται

쌍수 αἰθερεμβάτησθον

αἰθερεμβάτησθον

복수 αἰθερεμβατώμεθα

αἰθερεμβάτησθε

αἰθερεμβάτωνται

기원법단수 αἰθερεμβατοίμην

αἰθερεμβάτοιο

αἰθερεμβάτοιτο

쌍수 αἰθερεμβάτοισθον

αἰθερεμβατοίσθην

복수 αἰθερεμβατοίμεθα

αἰθερεμβάτοισθε

αἰθερεμβάτοιντο

명령법단수 αἰθερεμβάτου

αἰθερεμβατεῖσθω

쌍수 αἰθερεμβάτεισθον

αἰθερεμβατεῖσθων

복수 αἰθερεμβάτεισθε

αἰθερεμβατεῖσθων, αἰθερεμβατεῖσθωσαν

부정사 αἰθερεμβάτεισθαι

분사 남성여성중성
αἰθερεμβατουμενος

αἰθερεμβατουμενου

αἰθερεμβατουμενη

αἰθερεμβατουμενης

αἰθερεμβατουμενον

αἰθερεμβατουμενου

미완료(Imperfect) 시제

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

유사 형태

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION