헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

αἱμορροέω

ε 축약 동사; 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: αἱμορροέω

형태분석: αἱμορροέ (어간) + ω (인칭어미)

어원: r(e/w

  1. to have a ai(mo/rroia, discharge of blood.

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 αἱμορρόω

αἱμορρόεις

αἱμορρόει

쌍수 αἱμορρόειτον

αἱμορρόειτον

복수 αἱμορρόουμεν

αἱμορρόειτε

αἱμορρόουσιν*

접속법단수 αἱμορρόω

αἱμορρόῃς

αἱμορρόῃ

쌍수 αἱμορρόητον

αἱμορρόητον

복수 αἱμορρόωμεν

αἱμορρόητε

αἱμορρόωσιν*

기원법단수 αἱμορρόοιμι

αἱμορρόοις

αἱμορρόοι

쌍수 αἱμορρόοιτον

αἱμορροοίτην

복수 αἱμορρόοιμεν

αἱμορρόοιτε

αἱμορρόοιεν

명령법단수 αἱμορρο͂ει

αἱμορροεῖτω

쌍수 αἱμορρόειτον

αἱμορροεῖτων

복수 αἱμορρόειτε

αἱμορροοῦντων, αἱμορροεῖτωσαν

부정사 αἱμορρόειν

분사 남성여성중성
αἱμορροων

αἱμορροουντος

αἱμορροουσα

αἱμορροουσης

αἱμορροουν

αἱμορροουντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 αἱμορρόουμαι

αἱμορρόει, αἱμορρόῃ

αἱμορρόειται

쌍수 αἱμορρόεισθον

αἱμορρόεισθον

복수 αἱμορροοῦμεθα

αἱμορρόεισθε

αἱμορρόουνται

접속법단수 αἱμορρόωμαι

αἱμορρόῃ

αἱμορρόηται

쌍수 αἱμορρόησθον

αἱμορρόησθον

복수 αἱμορροώμεθα

αἱμορρόησθε

αἱμορρόωνται

기원법단수 αἱμορροοίμην

αἱμορρόοιο

αἱμορρόοιτο

쌍수 αἱμορρόοισθον

αἱμορροοίσθην

복수 αἱμορροοίμεθα

αἱμορρόοισθε

αἱμορρόοιντο

명령법단수 αἱμορρόου

αἱμορροεῖσθω

쌍수 αἱμορρόεισθον

αἱμορροεῖσθων

복수 αἱμορρόεισθε

αἱμορροεῖσθων, αἱμορροεῖσθωσαν

부정사 αἱμορρόεισθαι

분사 남성여성중성
αἱμορροουμενος

αἱμορροουμενου

αἱμορροουμενη

αἱμορροουμενης

αἱμορροουμενον

αἱμορροουμενου

미완료(Imperfect) 시제

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION