헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

μετεωρίζω

비축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: μετεωρίζω μετεωρίσω

형태분석: μετεωρίζ (어간) + ω (인칭어미)

어원: mete/wros

  1. 올리다, 높이다, 들다, 추켜세우다, 기르다, 키우다, 들어올리다, 들어 올리다
  2. 추켜세우다, 올리다, 들끓다, 신나다, 들다
  1. to raise to a height, raise, heave up your, to be raised up, to float in mid-air, to keep out, high
  2. to lift up, buoy up, to be elevated, excited

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 μετεωρίζω

(나는) 올린다

μετεωρίζεις

(너는) 올린다

μετεωρίζει

(그는) 올린다

쌍수 μετεωρίζετον

(너희 둘은) 올린다

μετεωρίζετον

(그 둘은) 올린다

복수 μετεωρίζομεν

(우리는) 올린다

μετεωρίζετε

(너희는) 올린다

μετεωρίζουσιν*

(그들은) 올린다

접속법단수 μετεωρίζω

(나는) 올리자

μετεωρίζῃς

(너는) 올리자

μετεωρίζῃ

(그는) 올리자

쌍수 μετεωρίζητον

(너희 둘은) 올리자

μετεωρίζητον

(그 둘은) 올리자

복수 μετεωρίζωμεν

(우리는) 올리자

μετεωρίζητε

(너희는) 올리자

μετεωρίζωσιν*

(그들은) 올리자

기원법단수 μετεωρίζοιμι

(나는) 올리기를 (바라다)

μετεωρίζοις

(너는) 올리기를 (바라다)

μετεωρίζοι

(그는) 올리기를 (바라다)

쌍수 μετεωρίζοιτον

(너희 둘은) 올리기를 (바라다)

μετεωριζοίτην

(그 둘은) 올리기를 (바라다)

복수 μετεωρίζοιμεν

(우리는) 올리기를 (바라다)

μετεωρίζοιτε

(너희는) 올리기를 (바라다)

μετεωρίζοιεν

(그들은) 올리기를 (바라다)

명령법단수 μετεώριζε

(너는) 올려라

μετεωριζέτω

(그는) 올려라

쌍수 μετεωρίζετον

(너희 둘은) 올려라

μετεωριζέτων

(그 둘은) 올려라

복수 μετεωρίζετε

(너희는) 올려라

μετεωριζόντων, μετεωριζέτωσαν

(그들은) 올려라

부정사 μετεωρίζειν

올리는 것

분사 남성여성중성
μετεωριζων

μετεωριζοντος

μετεωριζουσα

μετεωριζουσης

μετεωριζον

μετεωριζοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 μετεωρίζομαι

(나는) 올려진다

μετεωρίζει, μετεωρίζῃ

(너는) 올려진다

μετεωρίζεται

(그는) 올려진다

쌍수 μετεωρίζεσθον

(너희 둘은) 올려진다

μετεωρίζεσθον

(그 둘은) 올려진다

복수 μετεωριζόμεθα

(우리는) 올려진다

μετεωρίζεσθε

(너희는) 올려진다

μετεωρίζονται

(그들은) 올려진다

접속법단수 μετεωρίζωμαι

(나는) 올려지자

μετεωρίζῃ

(너는) 올려지자

μετεωρίζηται

(그는) 올려지자

쌍수 μετεωρίζησθον

(너희 둘은) 올려지자

μετεωρίζησθον

(그 둘은) 올려지자

복수 μετεωριζώμεθα

(우리는) 올려지자

μετεωρίζησθε

(너희는) 올려지자

μετεωρίζωνται

(그들은) 올려지자

기원법단수 μετεωριζοίμην

(나는) 올려지기를 (바라다)

μετεωρίζοιο

(너는) 올려지기를 (바라다)

μετεωρίζοιτο

(그는) 올려지기를 (바라다)

쌍수 μετεωρίζοισθον

(너희 둘은) 올려지기를 (바라다)

μετεωριζοίσθην

(그 둘은) 올려지기를 (바라다)

복수 μετεωριζοίμεθα

(우리는) 올려지기를 (바라다)

μετεωρίζοισθε

(너희는) 올려지기를 (바라다)

μετεωρίζοιντο

(그들은) 올려지기를 (바라다)

명령법단수 μετεωρίζου

(너는) 올려져라

μετεωριζέσθω

(그는) 올려져라

쌍수 μετεωρίζεσθον

(너희 둘은) 올려져라

μετεωριζέσθων

(그 둘은) 올려져라

복수 μετεωρίζεσθε

(너희는) 올려져라

μετεωριζέσθων, μετεωριζέσθωσαν

(그들은) 올려져라

부정사 μετεωρίζεσθαι

올려지는 것

분사 남성여성중성
μετεωριζομενος

μετεωριζομενου

μετεωριζομενη

μετεωριζομενης

μετεωριζομενον

μετεωριζομενου

미래 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 μετεωρίσω

(나는) 올리겠다

μετεωρίσεις

(너는) 올리겠다

μετεωρίσει

(그는) 올리겠다

쌍수 μετεωρίσετον

(너희 둘은) 올리겠다

μετεωρίσετον

(그 둘은) 올리겠다

복수 μετεωρίσομεν

(우리는) 올리겠다

μετεωρίσετε

(너희는) 올리겠다

μετεωρίσουσιν*

(그들은) 올리겠다

기원법단수 μετεωρίσοιμι

(나는) 올리겠기를 (바라다)

μετεωρίσοις

(너는) 올리겠기를 (바라다)

μετεωρίσοι

(그는) 올리겠기를 (바라다)

쌍수 μετεωρίσοιτον

(너희 둘은) 올리겠기를 (바라다)

μετεωρισοίτην

(그 둘은) 올리겠기를 (바라다)

복수 μετεωρίσοιμεν

(우리는) 올리겠기를 (바라다)

μετεωρίσοιτε

(너희는) 올리겠기를 (바라다)

μετεωρίσοιεν

(그들은) 올리겠기를 (바라다)

부정사 μετεωρίσειν

올릴 것

분사 남성여성중성
μετεωρισων

μετεωρισοντος

μετεωρισουσα

μετεωρισουσης

μετεωρισον

μετεωρισοντος

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 μετεωρίσομαι

(나는) 올려지겠다

μετεωρίσει, μετεωρίσῃ

(너는) 올려지겠다

μετεωρίσεται

(그는) 올려지겠다

쌍수 μετεωρίσεσθον

(너희 둘은) 올려지겠다

μετεωρίσεσθον

(그 둘은) 올려지겠다

복수 μετεωρισόμεθα

(우리는) 올려지겠다

μετεωρίσεσθε

(너희는) 올려지겠다

μετεωρίσονται

(그들은) 올려지겠다

기원법단수 μετεωρισοίμην

(나는) 올려지겠기를 (바라다)

μετεωρίσοιο

(너는) 올려지겠기를 (바라다)

μετεωρίσοιτο

(그는) 올려지겠기를 (바라다)

쌍수 μετεωρίσοισθον

(너희 둘은) 올려지겠기를 (바라다)

μετεωρισοίσθην

(그 둘은) 올려지겠기를 (바라다)

복수 μετεωρισοίμεθα

(우리는) 올려지겠기를 (바라다)

μετεωρίσοισθε

(너희는) 올려지겠기를 (바라다)

μετεωρίσοιντο

(그들은) 올려지겠기를 (바라다)

부정사 μετεωρίσεσθαι

올려질 것

분사 남성여성중성
μετεωρισομενος

μετεωρισομενου

μετεωρισομενη

μετεωρισομενης

μετεωρισομενον

μετεωρισομενου

미완료(Imperfect) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐμετεώριζον

(나는) 올리고 있었다

ἐμετεώριζες

(너는) 올리고 있었다

ἐμετεώριζεν*

(그는) 올리고 있었다

쌍수 ἐμετεωρίζετον

(너희 둘은) 올리고 있었다

ἐμετεωριζέτην

(그 둘은) 올리고 있었다

복수 ἐμετεωρίζομεν

(우리는) 올리고 있었다

ἐμετεωρίζετε

(너희는) 올리고 있었다

ἐμετεώριζον

(그들은) 올리고 있었다

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐμετεωριζόμην

(나는) 올려지고 있었다

ἐμετεωρίζου

(너는) 올려지고 있었다

ἐμετεωρίζετο

(그는) 올려지고 있었다

쌍수 ἐμετεωρίζεσθον

(너희 둘은) 올려지고 있었다

ἐμετεωριζέσθην

(그 둘은) 올려지고 있었다

복수 ἐμετεωριζόμεθα

(우리는) 올려지고 있었다

ἐμετεωρίζεσθε

(너희는) 올려지고 있었다

ἐμετεωρίζοντο

(그들은) 올려지고 있었다

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION