헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ψιλοποιέω

ε 축약 동사; 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: ψιλοποιέω

형태분석: ψιλοποιέ (어간) + ω (인칭어미)

  1. write with a psile

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ψιλοποίω

ψιλοποίεις

ψιλοποίει

쌍수 ψιλοποίειτον

ψιλοποίειτον

복수 ψιλοποίουμεν

ψιλοποίειτε

ψιλοποίουσιν*

접속법단수 ψιλοποίω

ψιλοποίῃς

ψιλοποίῃ

쌍수 ψιλοποίητον

ψιλοποίητον

복수 ψιλοποίωμεν

ψιλοποίητε

ψιλοποίωσιν*

기원법단수 ψιλοποίοιμι

ψιλοποίοις

ψιλοποίοι

쌍수 ψιλοποίοιτον

ψιλοποιοίτην

복수 ψιλοποίοιμεν

ψιλοποίοιτε

ψιλοποίοιεν

명령법단수 ψιλοποῖει

ψιλοποιεῖτω

쌍수 ψιλοποίειτον

ψιλοποιεῖτων

복수 ψιλοποίειτε

ψιλοποιοῦντων, ψιλοποιεῖτωσαν

부정사 ψιλοποίειν

분사 남성여성중성
ψιλοποιων

ψιλοποιουντος

ψιλοποιουσα

ψιλοποιουσης

ψιλοποιουν

ψιλοποιουντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ψιλοποίουμαι

ψιλοποίει, ψιλοποίῃ

ψιλοποίειται

쌍수 ψιλοποίεισθον

ψιλοποίεισθον

복수 ψιλοποιοῦμεθα

ψιλοποίεισθε

ψιλοποίουνται

접속법단수 ψιλοποίωμαι

ψιλοποίῃ

ψιλοποίηται

쌍수 ψιλοποίησθον

ψιλοποίησθον

복수 ψιλοποιώμεθα

ψιλοποίησθε

ψιλοποίωνται

기원법단수 ψιλοποιοίμην

ψιλοποίοιο

ψιλοποίοιτο

쌍수 ψιλοποίοισθον

ψιλοποιοίσθην

복수 ψιλοποιοίμεθα

ψιλοποίοισθε

ψιλοποίοιντο

명령법단수 ψιλοποίου

ψιλοποιεῖσθω

쌍수 ψιλοποίεισθον

ψιλοποιεῖσθων

복수 ψιλοποίεισθε

ψιλοποιεῖσθων, ψιλοποιεῖσθωσαν

부정사 ψιλοποίεισθαι

분사 남성여성중성
ψιλοποιουμενος

ψιλοποιουμενου

ψιλοποιουμενη

ψιλοποιουμενης

ψιλοποιουμενον

ψιλοποιουμενου

미완료(Imperfect) 시제

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION