헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

χαλκοτορέω

ε 축약 동사; 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: χαλκοτορέω

형태분석: χαλκοτορέ (어간) + ω (인칭어미)

어원: from xalko/toros

  1. to work or form of brass

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 χαλκοτόρω

χαλκοτόρεις

χαλκοτόρει

쌍수 χαλκοτόρειτον

χαλκοτόρειτον

복수 χαλκοτόρουμεν

χαλκοτόρειτε

χαλκοτόρουσιν*

접속법단수 χαλκοτόρω

χαλκοτόρῃς

χαλκοτόρῃ

쌍수 χαλκοτόρητον

χαλκοτόρητον

복수 χαλκοτόρωμεν

χαλκοτόρητε

χαλκοτόρωσιν*

기원법단수 χαλκοτόροιμι

χαλκοτόροις

χαλκοτόροι

쌍수 χαλκοτόροιτον

χαλκοτοροίτην

복수 χαλκοτόροιμεν

χαλκοτόροιτε

χαλκοτόροιεν

명령법단수 χαλκοτο͂ρει

χαλκοτορεῖτω

쌍수 χαλκοτόρειτον

χαλκοτορεῖτων

복수 χαλκοτόρειτε

χαλκοτοροῦντων, χαλκοτορεῖτωσαν

부정사 χαλκοτόρειν

분사 남성여성중성
χαλκοτορων

χαλκοτορουντος

χαλκοτορουσα

χαλκοτορουσης

χαλκοτορουν

χαλκοτορουντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 χαλκοτόρουμαι

χαλκοτόρει, χαλκοτόρῃ

χαλκοτόρειται

쌍수 χαλκοτόρεισθον

χαλκοτόρεισθον

복수 χαλκοτοροῦμεθα

χαλκοτόρεισθε

χαλκοτόρουνται

접속법단수 χαλκοτόρωμαι

χαλκοτόρῃ

χαλκοτόρηται

쌍수 χαλκοτόρησθον

χαλκοτόρησθον

복수 χαλκοτορώμεθα

χαλκοτόρησθε

χαλκοτόρωνται

기원법단수 χαλκοτοροίμην

χαλκοτόροιο

χαλκοτόροιτο

쌍수 χαλκοτόροισθον

χαλκοτοροίσθην

복수 χαλκοτοροίμεθα

χαλκοτόροισθε

χαλκοτόροιντο

명령법단수 χαλκοτόρου

χαλκοτορεῖσθω

쌍수 χαλκοτόρεισθον

χαλκοτορεῖσθων

복수 χαλκοτόρεισθε

χαλκοτορεῖσθων, χαλκοτορεῖσθωσαν

부정사 χαλκοτόρεισθαι

분사 남성여성중성
χαλκοτορουμενος

χαλκοτορουμενου

χαλκοτορουμενη

χαλκοτορουμενης

χαλκοτορουμενον

χαλκοτορουμενου

미완료(Imperfect) 시제

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

유의어

  1. to work or form of brass

유사 형태

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION