헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ὠμοθετέω

ε 축약 동사; 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: ὠμοθετέω

형태분석: ὠμοθετέ (어간) + ω (인칭어미)

어원: tiqhmi

  1. to place the raw slices

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ὠμοθέτω

ὠμοθέτεις

ὠμοθέτει

쌍수 ὠμοθέτειτον

ὠμοθέτειτον

복수 ὠμοθέτουμεν

ὠμοθέτειτε

ὠμοθέτουσιν*

접속법단수 ὠμοθέτω

ὠμοθέτῃς

ὠμοθέτῃ

쌍수 ὠμοθέτητον

ὠμοθέτητον

복수 ὠμοθέτωμεν

ὠμοθέτητε

ὠμοθέτωσιν*

기원법단수 ὠμοθέτοιμι

ὠμοθέτοις

ὠμοθέτοι

쌍수 ὠμοθέτοιτον

ὠμοθετοίτην

복수 ὠμοθέτοιμεν

ὠμοθέτοιτε

ὠμοθέτοιεν

명령법단수 ὠμοθε͂τει

ὠμοθετεῖτω

쌍수 ὠμοθέτειτον

ὠμοθετεῖτων

복수 ὠμοθέτειτε

ὠμοθετοῦντων, ὠμοθετεῖτωσαν

부정사 ὠμοθέτειν

분사 남성여성중성
ὠμοθετων

ὠμοθετουντος

ὠμοθετουσα

ὠμοθετουσης

ὠμοθετουν

ὠμοθετουντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ὠμοθέτουμαι

ὠμοθέτει, ὠμοθέτῃ

ὠμοθέτειται

쌍수 ὠμοθέτεισθον

ὠμοθέτεισθον

복수 ὠμοθετοῦμεθα

ὠμοθέτεισθε

ὠμοθέτουνται

접속법단수 ὠμοθέτωμαι

ὠμοθέτῃ

ὠμοθέτηται

쌍수 ὠμοθέτησθον

ὠμοθέτησθον

복수 ὠμοθετώμεθα

ὠμοθέτησθε

ὠμοθέτωνται

기원법단수 ὠμοθετοίμην

ὠμοθέτοιο

ὠμοθέτοιτο

쌍수 ὠμοθέτοισθον

ὠμοθετοίσθην

복수 ὠμοθετοίμεθα

ὠμοθέτοισθε

ὠμοθέτοιντο

명령법단수 ὠμοθέτου

ὠμοθετεῖσθω

쌍수 ὠμοθέτεισθον

ὠμοθετεῖσθων

복수 ὠμοθέτεισθε

ὠμοθετεῖσθων, ὠμοθετεῖσθωσαν

부정사 ὠμοθέτεισθαι

분사 남성여성중성
ὠμοθετουμενος

ὠμοθετουμενου

ὠμοθετουμενη

ὠμοθετουμενης

ὠμοθετουμενον

ὠμοθετουμενου

미완료(Imperfect) 시제

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION