헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ὑψαγόρας

1군 변화 명사; 남성 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: ὑψαγόρας

형태분석: ὑψαγορ (어간) + ᾱς (어미)

어원: a)goreu/w

  1. 바람둥이, 허풍선이
  1. a big talker, boaster, braggart

곡용 정보

1군 변화
단수 쌍수 복수
주격 ὑψαγόρας

바람둥이가

ὑψαγόρᾱ

바람둥이들이

ὑψαγόραι

바람둥이들이

속격 ὑψαγόρου

바람둥이의

ὑψαγόραιν

바람둥이들의

ὑψαγορῶν

바람둥이들의

여격 ὑψαγόρᾱͅ

바람둥이에게

ὑψαγόραιν

바람둥이들에게

ὑψαγόραις

바람둥이들에게

대격 ὑψαγόρᾱν

바람둥이를

ὑψαγόρᾱ

바람둥이들을

ὑψαγόρᾱς

바람둥이들을

호격 ὑψαγόρᾱ

바람둥이야

ὑψαγόρᾱ

바람둥이들아

ὑψαγόραι

바람둥이들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • οὕτω δὲ τοὺσ ἀρίστουσ ἐπιλεξάμενοσ αὐτῶν, ὡσ ἐνῆν τεκμήρασθαι προσώπου τε σκυθρωπότητι καὶ χρόασ ὠχρότητι καὶ γενείου βαθύτητι ‐ μάλα γὰρ ὑψαγόραι τινὲσ καὶ οὐρανογνώμονεσ οἱ ἄνδρεσ αὐτίκα μοι κατεφάνησαν ‐ τούτοισ ἐγχειρίσασ ἐμαυτὸν καὶ συχνὸν ἀργύριον τό μὲν αὐτόθεν ἤδη καταβαλών, τὸ δὲ εἰσαῦθισ ἀποδώσειν ἐπὶ κεφαλαίῳ τῆσ σοφίασ διομολογησάμενοσ, ἠξίουν μετεωρολέσχησ τε διδάσκεσθαι καὶ τὴν τῶν ὅλων διακόσμησιν καταμαθεῖν. (Lucian, Icaromenippus, (no name) 5:2)

    (루키아노스, Icaromenippus, (no name) 5:2)

유의어

  1. 바람둥이

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION